Κάπου εκεί,
σε μια Ερυθρά θάλασσα συναντηθήκαμε, ακόμη το θυμάμαι.
Καθαρή ήτανε, δεν είχε φουρτούνα, δεν είχε βρομιές, δεν είχε καν ανθρώπινη φασαρία.
Μόνο ένας γλάρος θυμάμαι πετούσε στον ουρανό και είχα την εντύπωση πως ένα ψάρι έπεσε από το στόμα του και χάθηκε κάπου στη μέση της διαδρομής.
Α, ναι.
Τώρα θυμήθηκα.
Κι ένα καράβι.
Κι ένα μικρό καράβι υπήρχε.
Νόμιζα πως ήταν καΐκι, που ψάρευαν ο κόσμος για να φάνε, μα χρειάστηκαν μήνες να περάσουν για να μάθω πως ήταν δουλεμπορικό και μετέφερε εκατοντάδες λαθρομετανάστες.
Και πού πήγαν άραγε όλοι αυτοί;
Μέσα από τις κόρες των οφθαλμών μου τους αντίκρισα κάπου στις ειδήσεις.
Πώς το ’λεγε να δεις; Πώς το ’λέγε;
Εδώ κηδεύεται ο τάδε αριθμός….
Έτσι το ’λεγε. Ναι, έτσι το ’λεγε θυμάμαι.
Ο τάδε αριθμός…. ένας αριθμός για κάθε μία σάρκα.
Ημερομηνία γέννησης θυμήθηκα και ξάφνου αυτή η ημερομηνία μετατράπηκε και πήρε τη μορφή της ημερομηνίας λήξης.
Ημερομηνία λήξης… σαν τα προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Ναι, ναι, ξέρω.
Ακόμη και το γάλα, προϊόν πρώτης ανάγκης, καθαρά βιολογικής σημασίας, έχει ημερομηνία λήξης. Αναλώσιμο λοιπόν και αυτό. Σαν εμάς. Ίσως, για κάποιους μόνο.
Όμως για να θυμηθώ. Για να θυμηθώ, γιατί το έχω αφήσει πίσω μου αυτό και θέλω να μου το θυμίσω πάλι.
Τι γάλα γεύτηκα ερχομένη στο κόσμο τούτο; Μητρικό! Κι αν ακόμη για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να γευτώ το μητρικό το γάλα, εγώ πάλι μητρικό το ονόμασα, γιατί έμαθα να διεκδικώ ό,τι αξίζω.
Το μητρικό το γάλα λοιπόν, μια σταγόνα ζωής, που αξίζουμε και διεκδικούμε όλοι.
Μου λείπει το βραχιόλι.
Εκείνο το βραχιόλι ντε, που στολίζει το χεράκι ή το ποδαράκι ενός νεογέννητου μωρού. Εκείνο το βραχιόλι μου λείπει. Μου λείπει έντονα αυτές τις μέρες.
Έψαξα. Έψαξα να το βρω, μα δε θυμάμαι πού το έχω καταχωνιασμένο.
Θέλω να το φορέσω ξανά. Θέλω να το τοποθετήσω με χάρη στον καρπό του δεξιού χεριού μου και να φωτογραφηθώ μαζί του, ώστε να με συγκρίνω με εκείνη τη φωτογραφία που πρωτοσυναντά κανείς στο βρεφικό μου άλμπουμ.
Μα φοβάμαι.
Φοβάμαι όμως.
Και μεταξύ μας, φοβάμαι πολύ.
Κοιτώ δεξιά κι αριστερά, δεν έρχεται κανένας.
Έλα πιο κοντά μου, σκύψε προς το μέρος μου.
Απόλαυσε τη σιγή που διαγράφω με κύκλους στο πρόσωπό μου και διάβασε κάτι από τα μάτια μου.
Μπορείς;
Μπορείς, αφού στο επιτρέπω.
Φοβάμαι.
Στο είπα και πριν, φοβάμαι.
Εσύ φοβάσαι;
Ή ξέχασες πως ο φόβος υπάρχει για να ζει κι αυτός ανάμεσά μας;
Για να μας προστατεύει μόνο και όχι να μας κρατάει δέσμιους του εαυτού μας.
Να σου πω κάτι;
Κρατάς μυστικό;
Κουνάς το κεφάλι καταφατικά ή είναι ιδέα μου;
Να τολμήσω να σιωπήσω;
ή
Να σου αδειάσω το χώρο μιλώντας;
Τι να κάνω;
Τι θέλεις;
Να διαλέξω εγώ για σένα;
Σε ρωτάω, όπως κατάλαβες, για να έχω τη δυνατότητα να απαντήσω.
Εχθές το βράδυ επέτρεψα στον εαυτό μου να κάνει ένα μακρινό ταξίδι.
Ένα ταξίδι στο παρελθόν, στην στιγμή της μέρας, της νύχτας, της γέννησής μου.
Ήμουνα στη θερμοκοιτίδα λέει και γελούσα.
Κάποιες γλυκές νοσοκόμες με πείραζαν λέει, μου χάιδευαν απαλά τα μάγουλα κι εγώ γελούσα. Ακούς εκεί! Μωρό παιδί και γελούσα, λέει!
Και τώρα γελάω. Γίνομαι πάλι παιδί και γελάω.
Μ’ αρέσει αυτό το γέλιο. Μ’ αρέσει που η άκρη του ματιού συναντιέται με το πάνω μέρους του μάγουλου. Δημιουργεί όλο αυτό μια τσαχπινιά που ολότελα με εκφράζει.
Ήμουνα μωρό λέει και είχα στο χέρι ένα ροζ βραχιολάκι.
Ωραίο που ήτανε το ροζ το βραχιολάκι. Μα πού να βρίσκεται άραγε;
Και δίπλα μου ήτανε ένα άλλο μελαχρινό μωρό και είχε στο χεράκι του ένα γαλάζιο βραχιολάκι.
Ωραίο που ήτανε το γαλάζιο βραχιολάκι. Το έχεις άραγε εσύ;
Με μάτια μεγάλα με κοίταξες και δάκρυσες. Κι ύστερα ακούστηκαν «νιαουρίσματα» πολλών, μικρών ανθρώπων.
Και εγώ γελούσα. Γελούσα λέει. Γιατί γελούσα άραγε;
Ήθελα να ξεχωρίζω ή ήθελα να τους αφήσω να διακρίνουν την όποια ιδιαιτερότητά μου;
Τι σημασία έχει;
Ψυχούλες! Αγνές ψυχούλες ήμασταν, μα παραμείναμε;
Δεν ξέρω….
Θέλω τόσο να πω το Ναι, μα το Όχι μοιάζει να κραυγάζει..
Άφησα που λες την ψυχή μου εκείνο το βράδυ σε αυτό το μακρύ ταξίδι να θυμηθεί πώς ηταν όταν επισκέφτηκε το κόσμο μας και πώς είναι τώρα, που τις έχω φορτώσει τόσα άγχη, τόσες πικρίες, τόσα ανείπωτα λόγια και τόσα αναπάντητα γιατί.
Κατά έναν περίεργο τρόπο μετά την επίσκεψη εκείνη στο τόσο μακρινό ταξίδι, σα να αλάφρυνε, νιώθω, η ψυχή μου και μου άρεσε πολύ. Σα να βλέπω ένα δωμάτιο να γεμίζει με λευκό χρώμα και να φωτίζει όλους τους σκούρους τοίχους που υπήρχαν.
Με είδα, που λες, να με κρατάνε ανάποδα οι νοσοκόμες και να με πλένουνε με καθαρό νερό και αισθάνθηκα γελοία.
Μα πώς με κρατάνε; Σκέφτηκα.
Θα τους πέσω.
Είναι αστείο.
Φαντάσου πως έκανα ακόμη την κίνηση να με κρατήσω, να μην πέσω και χτυπήσω.
Δεν έπεσα. Αφέθηκα, καθάρισα, έφυγε το κόκκινο, έμεινα λευκή.
Να δεις πώς μοσχοβολάω… κρίνους επάνω σε λευκά περιστέρια θυμίζει το άρωμα που αναδύω.
Έτσι μου αρέσω. Τυλιγμένη σε λευκή και ροζ κουβερτούλα να κατευθύνομαι να γνωρίσω τους ανθρώπους που με φέρανε στη ζωη και όλους εκείνους που θα τύχει έπειτα να συναντήσω.
Είδα πρόσωπα χαρούμενα και μάτια συγκινημένα. Τους χαμογέλασα, μα ήμουν τόσο κουρασμένη. Να αποκοιμηθώ ήθελα, μα μια αγκαλιά με έσφιξε και με ταλαιπώρησε λιγάκι, ώστε να έρθει η στιγμή να κλείσω τα μάτια, να κοιμηθώ και να ξυπνήσω όταν πεινάσω.
Και όταν ξύπνησα είχα φύγει από το ταξίδι, τ’ όνειρο εκείνο και ήμουνα σε έναν καναπέ αγκαλιά με ένα βυσσινί τηλεκοντρόλ, που μου θύμιζε στάλα θείας δίκης.
Κι άκουσα απόηχους.
Έρχονταν από κάποιο τηλεοπτικό κανάλι.
«Ο τάδε αριθμός», ακούστηκε, και η σκέψη μου πήγε πάλι στην ημερομηνία λήξης.
Πόσο τυχερή, σκέφτηκα.
Πόσο καλός ο τόπος μου, πόσο καλοί οι άνθρωποί μου.
Τυχερή.
Ευγνώμων.
Όμως, πόσοι εκεί έξω ειναι ή θα γίνουν ένας ακόμη «τάδε αριθμός»;
Κι αυτό με θλίβει.
Με πονάει.
Με εξαγριώνει
Με σχίζει στη στιγμή.
Και θα ’πρεπε και σένα.
Για πόσο όμως;
Για πάντα;
Μα το πάντα είναι τόσο λίγο, τόσο πολύ, τόσο ουδέτερο, τόσο γενικό, τόσο αφηρημένη έννοια, είναι τόσο…. τόσο… τόσο αποκλειστικά η δεδομένη χρονική στιγμή σου.
Εδώ γράφει ο αριθμός δύο….
Εδώ γράφει ο αριθμός τρία….
Εδώ γράφει ο αριθμός έντεκα…
Εδώ μια μάνα με τέσσερα παιδιά…
Είπε η φωνή που ακουγόταν μέσα από την τηλεόραση και πάγωσα.
Ένιωσα για πρώτη και θέλω να πιστεύω και για τελευταία φορά στη ζωή μου, πώς είναι να νιώθεις πως δεν υπάρχει καμία φλέβα στο εσωτερικό σου.
Εδώ μια μάνα με τέσσερα παιδιά…
Επανέλαβε ο εαυτός μου.
Μια Μάνα με Τέσσερα Παιδιά
Μια ΜΑΝΑ με ΤΕΣΣΕΡΑ Παιδιά
Μια ΜΑΝΑ με ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ!!!
Μια οικογένεια, μια εκστρατεία ζωής όλης.
Μαζί και στη ζωή, μαζί και στο θάνατο.
Δεν ήρθαν όλοι μαζί, έφυγαν όμως.
Ακόμη κι εκεί, μαζί.
Ροζ και γαλάζια βρεφικά βραχιόλια στοιβάχτηκαν κάπου χωρίς απαλές, ροζ ή γαλάζιες και λευκές κουβερτούλες.
Εδώ μια μάνα με τέσσερα παιδιά…
Επανέλαβε και δεύτερη φορά ο εαυτός μου.
Δε θυμάμαι ποιον αριθμό είχαν γράψει στον σταυρό τους, μα θυμάμαι πως ανήκαν και εκείνοι σε έναν τάδε αριθμό.
Ήταν όλες οι ψυχές άραγε ο τάδε ένας αριθμός;
ή κάθε ψυχή είχε τον αριθμό της;
Εδώ πέντε αριθμοί μαζί; Ή ένας αριθμός για πέντε ανθρώπους;
Πόσο κουτοί Θεέ μου.
Πόσο υπόδουλοι μιας σάπιας κοινωνίας;
Πότε θα καταλάβουμε πως το ξυράφι που ματώνει κατάσαρκα τις φλέβες μας το ακονίζουμε εμείς οι ίδιοι;
Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να μη γίνουμε ο τάδε ένας αριθμός…
Μα είμαστε ήδη….
Κάθε φορά που κάποιος φεύγει από τη ζωή και λόγω ελλιπών στοιχείων είναι απλώς ένας αριθμός… άλλος ένας αριθμός είμαστε και εμείς, που το επιτρέψαμε να γίνει….
Κι αν αυτοί οι άνθρωποι έγιναν μια φορά ένας αριθμός, εμείς γινόμαστε καθημερινά με πολλά μηδενικά στο εσωτερικό μας, που κάνει αβάσταχτο το φορτίο της ψυχής μας.
Και το αξίζουμε. Όλοι το αξίζουμε, όχι στον ίδιο βαθμό, μα το αξίζουμε.
Για κάθε φορά που δεν εναντιωθήκαμε σε όσα έπρεπε και δεν παλέψαμε για όσα άξιζαν άλλοι συνάνθρωποι μας ένα μηδενικό προστίθεται και φωλιάζει στην ψυχή μας. Το αξίζουμε για όσα δεν προσπαθήσαμε και αξίζουμε να φορτωθούμε το εκάστοτε φορτίο τους. Ας απαλύνουμε λίγο από το φορτίο τους, το φορτίο κάποιων κουρασμένων ανθρώπων, αφού μάθαμε να μη διεκδικούμε, να μην πολεμάμε, έστω λίγο και γι’ αυτούς.
Και τώρα δε φοβάμαι πια.
Παύω να φοβάμαι.
Ξέρω πως το ταξίδι που θα κάνω σήμερα στο παρελθόν, θα μου επιτρέψει να με ξαναβρώ και να με κοιτάξω στα μάτια. Τα καθάρια εκείνα μάτια και όταν τα δω δε θα ντραπώ να κοιτάξω μέσα τους, να πάρω δύναμη και να πω θα συνεχίσω και θα παλέψω όσο μπορώ, με όποιον τρόπο καταφέρω, όχι μόνο για εμένα, για όλους.
Εξάλλου στις θερμοκοιτίδες όλους μαζί μας είχανε, θυμάσαι;
Εγώ θυμάμαι, γιατί κάνω συχνά τέτοιου είδους ταξίδια.
Απλώς είχα ξεχάσει πώς ήταν το να με κοιτάξω ξανά στα μάτια.
Φοβόμουν να με κοιτάξω στα μάτια. Να αντιμετωπίσω τον αληθινό εαυτό μου.
Προ ολίγου το έκανα.
Το βράδυ θα ετοιμαστώ για άλλο ένα ταξίδι.
Θα με κοιτάξω
Θα κλάψω
Θα χαμογελάσω
Θα καλωσορίσω
Θα υποδεχτώ
Θα ανοίξω την πόρτα στον κόσμο της Αναγέννησής μου και θα το επαναλάβω ξανά και ξανά και ξανά.
Όσο χρειαστεί. Οπότε χρειαστεί. Θα μπορώ να με κοιτάω στα μάτια, ακόμη κι αν φοβάμαι, ακόμη κι αν ντρέπομαι, ακόμη κι αν χρειαστεί να ξεπεράσω το χειρότερο εφιάλτη και την καλύτερη ευχή μου, θα παλεύω να ταξιδεύω στο παρελθόν και να με κοιτάω ξεκάθαρα στα μάτια.
Και εμένα να κοιτάω κατάματα και εσένα που στεκόσουν πλάι μου.
Εγώ το ροζ το βραχιόλι και την σφιχτή αγκαλιά θα την τιμήσω.
Εσύ;
Το ροζ το βραχιόλι; Το γαλάζιο βραχιόλι;
Το ροζ με λευκή κουβερτούλα; Το γαλάζιο με λευκή κουβερτούλα;
Τα χάδια, τις αγκαλιές, τα γέλια, τα κλάματα, τα όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα, εκείνη την ώρα, εκείνο το λεπτό.
Αυτά και άλλα τόσα, που δεν τολμώ να φανταστώ, μα ανακαλύπτω σε τέτοιου είδους ταξίδια εγώ θα τα τιμήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Εσύ;
Αν θες τη γνώμη μου, ξεκίνα.
Για ’σένα. Να αλαφρύνεις λίγο ακόμη μια ταλαιπωρημένη ψυχή, που πρόσεξε, μπορεί να είναι η δική σου..
Μόνο η δική σου.
Και μην ξεχνάς, όλες οι ψυχές αξίζουν την προσπάθεια. Κυρίως, όταν προέρχεται από τις ίδιες.
~~ Ένας Ακόμη Τάδε Αριθμός - Κική Κωνσταντίνου
Καλησπέρα Κική μου, καλό ποιητικό και καλοκαιρινό μήνα, καλή μου φίλη. Με τις δημιουργίες σου παρέα.
ΑπάντησηΔιαγραφή