Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι εναλλαγές των χρωμάτων...

"Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά! Είναι στιγμές που χτυπάει τόσο δυνατά και το στομάχι μου έχει γεμίσει με πολύχρωμες πεταλούδες. Άκουγα για αυτές τις πεταλούδες, μα τώρα τις νιώθω. Το σκίρτημα του έρωτα λαχταρά η καρδιά μου και εγώ, γίνομαι έρμαιο στην αγκαλιά του και χάνομαι, σαν πάλλευκο φτερό στα μάτια του. Του κρατώ το χέρι, γέρνω πάνω του, ενώνω τα χείλη μου με τα δικά του κι αρχίζω να ονειροπολώ την Αγάπη".

 ~~ Πορτοκαλί, από το ηλιοβασίλεμα...

 

 

"Ξυπνώ! Ιδρωμένος και μόνος! Όλα είναι μαύρα και τρομακτικά. Το δωμάτιο γυρίζει, τα μάτια κλαίνε, η καρδιά χτυπά δυνατά και εγώ, τρέχω φοβισμένος στο μπάνιο για να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου. Με κοιτάζω στον καθρέπτη και δεν με αναγνωρίζω. Αυτό το είδωλο δεν είναι δικό μου, δεν είμαι εγώ! Θέλω πίσω τον εαυτό μου, φέρτε μου πίσω τον εαυτό μου! ΘΕΛΩ ΠΙΣΩ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ!
Κλαίω και καταρρέω και προσεύχομαι! Μια ανεμώνα αποζητώ και την βλέπω, να στολίζει την πετσέτα, που σέρνω πάνω μου - καθώς κείτομαι - στα παγωμένα πλακάκια … νεκρός!"
Νεκρός;
Όχι, δεν είμαι νεκρός!
Εγώ είμαι!
Εγώ!
Ο ίδιος άνθρωπος.
Ο ίδιος!
Εγώ!
Εγώ ζητούσα αγάπη
Ζητούσα ποδήλατο
Έπειτα, μηχανή και αμάξι
Μου τα πρόσφερα.
Εγώ, εγώ δούλευα
Εγώ θέλησα καλύτερη δουλειά, καλύτερο αύριο, καλύτερη ελπίδα.
Μου τα έκλεψαν, μα τα κατάφερα! Βρήκα τον δρόμο, πάλεψα! τα απέκτησα πάλι!
Είμαι ο ίδιος άνθρωπος
Ο ίδιος άνθρωπος που αγάπησα με όλες τις αισθήσεις μου, που δόθηκα χωρίς περιορισμό και πληγώθηκα και προδόθηκα και εξαπατήθηκα και ελπίζω ξανά…. Θα έρθει η Αγάπη, η αληθινή!
Είμαι ο ίδιος άνθρωπος!
Ο ίδιος!
Αυτός, που τα χέρια του γέμισαν αίματα, που στην πλάτη του, καρφώθηκαν λεπίδες.
Που γέμισα πληγές και περπάτησα, περπάτησα επάνω σε αγκάθια, πολλά.
Περπάτησα και…. χόρεψα…
και χορεύω…
Χoρεύω ξανά!
Κοίταξέ με!
ΠΗΡΑ ΠΙΣΩ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ!
 
  ~~ Μαύρο, από την παραπλάνηση..
 
 
Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου εκείνη την δυσάρεστη στιγμή, προσπαθώ μα δεν μπορώ, δεν βγαίνει. Νιώθω πως πασχίζω με τα νύχια μου να καταστρέψω την καταραμένη ανάμνηση μα δεν μπορώ. Έχει γίνει μια μαύρη εικόνα και με διώκει. Παντού με καταδιώκει. Στην καθημερινή ζωή, στις σκέψεις, στις μηχανικές μου κινήσεις, ακόμα και στον ύπνο μου, ακόμη και εκεί με καταδιώκει. Εφιάλτες, πολλοί εφιάλτες. Ξυπνώ! Ιδρωμένη και μόνη! Όλα είναι μαύρα και τρομακτικά. Το δωμάτιο γυρίζει, τα μάτια κλαίνε, η καρδιά χτυπά δυνατά και εγώ, τρέχω φοβισμένη στο μπάνιο για να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου. Με κοιτάζω στον καθρέπτη και δεν με αναγνωρίζω. Αυτό το είδωλο, δεν είμαι εγώ! Θέλω πίσω τον εαυτό μου, φέρε πίσω τον εαυτό μου! Κλαίω και καταρρέω και προσεύχομαι! Μια ανεμώνα αναζητώ και την βλέπω να στολίζει την πετσέτα που σέρνω πάνω μου - καθώς κείτομαι - στα παγωμένα πλακάκια και κρυώνω όσο άλλοτε.
ΘΕΛΩ ΠΙΣΩ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ!
 

~~  Σταχτί, από τις στάχτες..
 
Ένα μπλε φεγγάρι η ζωή της, 
ένας κύκλος παράταιρος.
Μια σημαία και μια ανάγκη.
Μια συλλαβή και μια δεκάρα.
Μια ερώτηση και ένας ακόμη εξευτελισμός.
Οι κύκλοι, γινόμενο έγιναν
στεφάνι ενός πύργου και μιας αυταπάτης.
Μιας προβολής και μιας αιχμαλωσίας​.
Ενός υπαινιγμού και μιας θεωρίας αβάσιμης.
Συμμετρικά τα όνειρα.
Αλλότρια τα βιβλία.
Φεγγίτης η αυταπάρνηση, και ρόδα ενός ψεύτικου κάρου, η Επιστήμη.
Μαζί της τα αστέρια ήταν ναυαγοί και τα ψάρια σύννεφο, γεμάτο αλάτι.
Κανείς δεν βλέπει τα φύκια που στάζουν, λίγοι κατανοούν το φως του Ασημένιου Κάστρου.
Όλοι θαρρούν πως το μέλλον τους ανήκει.
Οι αστερίες έγιναν πρόσφυγες και το μπλε φουστάνι ντύνει πλέον τους χάρτες ενός νάυλον πλανήτη.
Πληθαίνει η ουρά του αγκιστρωμένου φορέματος και το φεγγάρι απομακρύνεται.
Θαρρείς και ένα παιχνίδι επικρατεί - που όρια κανείς - δεν φρόντισε να βάλει.
Οι κανόνες από καιρό μας εγκατέλειψαν.
Πηγάζει μια αλλιώτικη θεωρία.
Κάποιοι 'βαψαν κόκκινο το φεγγάρι, άλλοι το 'θέλαν μελαμψό.
Μέσα σε κάθε ξεθωριασμένο μωβ, κατοικεί μια ακόμη μπλε φαντασία. Κάτω τα χέρια από την πλάνη, άστα στην​ καρδιά, πάντα στην καρδιά.
Φλέγεται, να πετάξει...
Κανείς δεν θωρεί τα "πνιγμένα" νοήματα.
Δώσε μου μια κουβέρτα, μπλε
Ώρα να αποκοιμηθώ.
Ένα μπλε φεγγάρι η ζωή της​, 
ένας κύκλος παράταιρος.
 
 
 ~~  Μπλε, από ένα παράταιρο φεγγάρι..



 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...