Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Νεκρός Άγγελος

 

 

Νεκρώσιμος ακολουθία.
Μένος!

Τα γεράκια άρπαξαν χρυσό,
σε μια ανώφελη τροχιά τρέχουν, για να τον κρύψουν.

Τα ιδιοτελή τα λόγια, γίνανε ανθρώπων
θυσιαστήρια κοιτάσματα.

Μέλι στάξανε
οι άδειες φλέβες των τεράτων.

Μια ατέλειωτη προσμονή,
η δικαιοσύνη που θα έρθει αβίαστα.

Δίχως μαρτύρους, ενόρκους και εξιλαστήρια θύματα.
Δίχως ένοχο, συνήγορο και κτίσμα επαρκή.

Μεταφέρω απόψε δελφίνια νεκρά.

Ένα.
Δύο.
Τρία.
Τέσσερα.
Πέντε.
Έξι.
Και κάτι λιγότερο, από δύο δεκάδες τα φτερά της.

Εφαπτόμενα φτερά...
Ακέραια και καταστροφικά....

Σε "φορτώθηκα"
Σαν ενοχή σε "φορτώθηκα" και ψάχνω τόπο και χρόνο, να σε εναποθέσω...

Πώς να αφήσεις έναν βολβό σε έναν βάλτο;
Πώς να ρίξεις μέσα του ένα άδολο φυτό;

Άδικο, η λάσπη να γίνει βούρκος.
Ετυμηγορία, η σιωπή.
Πάντα η σιωπή.
Και στη παρούσα φάση, η ευθυνόφοβη σιωπή.

Σήμερα, οι σφαίρες έγιναν δύο.
Ήρθαν μέσα από το πιο παλιό και σκουριασμένο σιδερικό.

Τις μάζεψα, τις τύλιξα σε ένα λευκό πανί και με ένα άσπρο φορτηγό, τις μεταφέρω σε ένα βουνό.

Να αγναντεύεις...
Να θυμάσαι...
Να συγχωρείς...

Μα πως να συγχωρείς;
Οι πεταλούδες σε βγάζουν από τον βυθό.

Κοίτα με, σαν είδωλο σε κοιτώ.
Κι ενθυμούμαι...

Άγγελε,
αγγίζω τον ώμο σου,
Άγγελε...

Συγνώμη
και σε ευχαριστώ!

~~ Νεκρός Άγγελος - Κική Κωνσταντίνου

Σχόλια

  1. Είναι μερικοί στίχοι, που δεν μπορείς να πεις τίποτα γι' αυτούς. Παρά μονάχα να νιώσεις. Έτσι και εδώ στο "Νεκρό σου Άγγελο", αγαπημένη φίλη. Διαβάσεις και νιώθεις. Απλό και συνάμα βαθύ και σπουδαίο.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχει γραφεί για μια κοπέλα που δολοφονήθηκε κάτω των 20 ετών (Και κάτι λιγότερο, από δύο δεκάδες τα φτερά της...) και μας είχε συγκλονίσει όλους.
      Είναι αυτό το "νιώθω" που ανέφερες, Γιάννη μου.
      Να εισαι καλά.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...