Καλημέρα, εκφραστικοί μου φίλοι!
Ελπίζω να σας βρίσκω όλους καλά και γεμάτους έμπνευση.
Ήθελα πολύ να πάρω μέρος στο μαγιάτικο δρώμενο της Αλεξάνδρας μας και χαίρομαι που, έστω και την τελευταία στιγμή, καταφέρνω να συμμετέχω.
Η αλήθεια είναι πως το αποτέλεσμα δεν μοιάζει καθόλου με την ιδέα που είχα όταν διάβασα το κάλεσμα.
Πρόκειται για μια υπέροχη και πρωτότυπη ιδέα, και τη χαίρομαι πολύ — αν και ομολογώ πως δυσκολεύτηκα, κυρίως γιατί ήθελα να ακολουθήσω έναν φωτεινό και χαρούμενο δρόμο, αλλά το μονοπάτι μου με οδήγησε αλλού.
Ίσως φταίει ο πόλεμος, ίσως το γεγονός ότι το αγαπημένο μου παραμύθι ήταν πάντα λίγο μελαγχολικό. Ίσως και το αγαπημένο μου νανούρισμα — γεμάτο τρυφερότητα αλλά και θλίψη. Ίσως είναι η βαθιά μου αγάπη και η αδυναμία στη γιαγιά μου, που μου λείπει ακόμα πολύ.
Νομίζω πως μια μελαγχολία με ακολουθεί, όμως — ευτυχώς — υπάρχει πάντα και η ελπίδα.
Δεν ξέρω, εκφραστικοί μου, ξεκίνησα αλλιώς, συνέχισα αλλιώς, δημιούργησα αλλιώς.
Πάντα όμως με αλήθεια.
Και γι’ αυτό θα δείτε δύο όψεις, δύο πλευρές — φωτεινές μέσα στο σκοτάδι τους.
Η επιλογή μου είναι το "Κοριτσάκι με τα Σπίρτα" του Άντερσεν. Πιστεύω να μη πειράζει που δεν επέλεξα παραμύθι των Γκριμ, γιατί αυτό είναι το δικό μου αγαπημένο.
Παρακάτω μπορείτε να δείτε τη συμμετοχή μου.
Το «Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» είναι από τα πιο σπαρακτικά, ποιητικά και σιωπηλά παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ. Το έγραψε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και μιλάει για ένα παιδί που πεθαίνει μόνο του στον παγωμένο δρόμο, ενώ ανάβει σπίρτα για λίγη θαλπωρή και βλέπει οράματα ζεστασιάς και αγάπης.
Τι θα γινόταν όμως αν εστιάζαμε περισσότερο στο φως των σπίρτων; στη φλόγα τους;
- Το Κορίτσι με τα Σπίρτα: Η Φλόγα που Δεν Είδε Κανείς
(ένα παραμύθι πίσω από το παραμύθι)
Είχε μάθει
να μην ζητάει.
Ούτε αγάπη. Ούτε ψωμί. Ούτε ζεστασιά.
Μόνο να
περπατά. Με ξυπόλυτα πόδια, σε παγωμένους δρόμους, με ένα κουτί σπίρτα για
παρηγοριά.
Όχι για πούλημα.
Για παρέα.
Δεν την
φώναζαν με όνομα.
Την έλεγαν «το κοριτσάκι».
Σαν να μην ήταν άνθρωπος.
Σαν να μην ήταν παιδί.
Τη νύχτα της
Πρωτοχρονιάς, όταν οι δρόμοι ήταν στολισμένοι κι οι πόρτες κλειστές, το μόνο
που άκουγε ήταν ο ήχος των γιορτών από μέσα. Γέλια, μουσική, πυροτεχνήματα.
Κι εκείνη, έξω.
Ούτε θλίψη, ούτε παράπονο. Μόνο κούραση.
Και τότε άναψε το πρώτο σπίρτο.
Στη φλόγα
είδε μια σόμπα.
Μια παλιά μαντεμένια σόμπα, σαν εκείνη που είχε η γιαγιά της.
Άπλωσε τα χέρια της. Ζεστάθηκε.
Μα το σπίρτο έσβησε. Και το κρύο ήρθε ξανά.
Όχι στο σώμα — εκεί είχε παγώσει πια.
Στην ψυχή.
Το δεύτερο
σπίρτο έδειξε ένα τραπέζι.
Με φαγητά, φως, και μια οικογένεια γύρω. Ένας πατέρας, μια μητέρα, παιδιά που
γελούσαν.
Το κοριτσάκι δεν ζήλεψε.
Αναρωτήθηκε πώς είναι να σε περιμένουν.
Το τρίτο
σπίρτο έφερε τη γιαγιά.
Ήταν ΄όπως την ήξερε — μαλακή, φωτεινή, γεμάτη φως.
Η μόνη που την είχε κοιτάξει ποτέ χωρίς να τη λυπάται.
«Μείνε», της ψιθύρισε.
Και τότε, το κοριτσάκι άναψε όλα τα σπίρτα μαζί.
Δεν ήθελε να
μείνει στη ζωή.
Ήθελε να μείνει μαζί της.
Το πρωί, τη
βρήκαν στο χιόνι.
Χαμογελούσε.
Οι
περαστικοί είπαν:
«Φτωχό πλάσμα. Πάγωσε».
Μα κανείς
δεν είδε
ότι το τελευταίο σπίρτο δεν έσβησε ποτέ.
Άναψε μέσα της έναν μικρό ήλιο
που την κράτησε αγκαλιά, εκεί που κανένας δεν την έβλεπε, κανένας δεν την
έψαξε, και κανένας δεν τη φίλησε για καληνύχτα.
Σημείωση:
Ίσως αυτό
δεν είναι παραμύθι.
Ίσως είναι ένα ευχαριστώ σε όλα τα παιδιά που δεν τους δόθηκε ποτέ λόγος.
Κι ένα παρακαλώ σε εμάς, να μη σβήνουμε τις μικρές φλόγες — να τις
κοιτάμε, να τις ακούμε, να τις αγαπάμε.
- Το Κορίτσι με τα Σπίρτα: Η Φλόγα που Δεν Έσβησε Ποτέ
Ιστορία από τη ματιά της γιαγιάς
Η Γιαγιά που Φώτιζε τα Χειμωνιάτικα Βράδια
Κάθε βράδυ,
από το παράθυρο του ουρανού, η γιαγιά καθόταν και περίμενε.
Περίμενε το μικρό κορίτσι με τα σπίρτα, το παιδί που πάντα της είχε το πιο
γλυκό χαμόγελο — ακόμα και όταν οι μέρες ήταν πιο σκοτεινές από τις νύχτες.
Ήξερε πως έξω, στον παγωμένο κόσμο, το κοριτσάκι περπατούσε μόνο του. Ήξερε πως το σώμα της ήταν μικρό, τυλιγμένο σε κουρέλια και μοναξιά.
Μα δεν φοβόταν.
Την αγάπησε τόσο πολύ, που το φως της φλόγας της έμοιαζε με φάρο μέσα στο σκοτάδι.
Όταν το
κορίτσι άναβε ένα σπίρτο, η γιαγιά ένιωθε τη ζέστη του, σαν να κρατούσε στα
χέρια της μια μικρή φωτεινή πεταλούδα.
Κάθε σπίρτο ήταν μια λέξη που δεν ειπώθηκε, μια επιθυμία που δεν ακούστηκε, μια
αγκαλιά που δεν δόθηκε.
Και κάθε σπίρτο που έσβηνε ήταν και μια υπόσχεση:
«Σε περιμένω, σε αγαπώ, θα σε κρατώ πάντα ζεστή».
Τη νύχτα που το κορίτσι άναψε όλα τα σπίρτα μαζί, η γιαγιά το ένιωσε σαν μια μεγάλη λάμψη που φωτίζει τα πιο κρύα και σκοτεινά μονοπάτια.
Έτρεξε να το αγκαλιάσει.
Και καθώς η ψυχή του κοριτσιού άγγιξε την δική της, μια ζεστή ευωδία μελιού και κανέλας γέμισε τον αέρα.
Ήταν η αγάπη που δεν γνώρισε ποτέ στη γη, τώρα φωλιάζει μέσα της, απαλύνοντας κάθε παγωμένο κρύο.
Το Φως που Δεν Σβήνει: Στον Κόσμο της Αγκαλιάς.
Η γιαγιά
έπιασε το μικρό, παγωμένο χέρι του κοριτσιού και το οδήγησε μέσα από μια λάμψη
που δεν καίει, αλλά ζεσταίνει την ψυχή.
Μπήκαν σ’ έναν κόσμο όπου ο χειμώνας δεν ήταν πια εχθρός, αλλά μια απαλή
αγκαλιά που σιγοψιθύριζε ιστορίες αγάπης και ελπίδας.
Τα δέντρα
εκεί ήταν γεμάτα φωτεινές σφαίρες που χόρευαν με το απαλό αεράκι — καμία
παγωνιά δεν μπορούσε να σβήσει αυτό το φως.
Τα σπίτια δεν είχαν πόρτες κλειστές, αλλά ήταν ανοικτά, γεμάτα φωνές και γέλια,
όπου κανείς δεν ένιωθε μόνος.
Η γιαγιά είπε στο κορίτσι:
«Εδώ δεν υπάρχει πείνα, δεν υπάρχει φόβος.
Εδώ το φως σου είναι το πιο πολύτιμο δώρο.
Και εγώ, που σε περίμενα τόσα χρόνια, θα είμαι πάντα δίπλα σου».
Το κορίτσι κοίταξε γύρω της με τα μάτια που για πρώτη φορά ήταν γεμάτα θαυμασμό και ζεστασιά.
«Είναι όμορφα εδώ…». Ψιθύρισε.
Η γιαγιά χαμογέλασε.
«Ναι, μικρή μου. Εδώ δεν είμαστε πια μόνοι. Εδώ είμαστε σπίτι».
Το Τελευταίο Φως της Γιαγιάς
Και καθώς το κορίτσι με τα σπίρτα βρήκε το φως και τη ζεστασιά που τόσο ποθούσε, η γιαγιά στάθηκε στο παράθυρο του ουρανού και χαμογέλασε.
Η καρδιά της
ήταν γεμάτη.
Ήξερε πως το ταξίδι της μικρής είχε τελειώσει, αλλά η αγάπη της — αυτή που άναβε
σαν φωτιά μέσα στο σκοτάδι — θα ζούσε για πάντα.
«Σε κράτησα
ζεστή», ψιθύρισε η γιαγιά.
«Τώρα πια, δεν θα σβήσει ποτέ η φλόγα σου».
Και με μια τελευταία ματιά γεμάτη φως και τρυφερότητα, έκλεισε τα μάτια της — ήρεμη, γιατί ήξερε πως το κορίτσι είχε βρει το σπίτι του.
Στο σκοτάδι, μια μικρή φλόγα άναψε για πάντα.
Σημείωση
Αυτή η
ιστορία κρατά μέσα της όλη την αγάπη και τη νοσταλγία που νιώθω για τη δική μου
γιαγιά — που πάντα έδινε φως ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Ελπίζω να σας αγγίξει και να θυμίζει πως, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν παγωμένα,
η ζεστασιά της καρδιάς δεν σβήνει ποτέ.
Υπενθυμίζω πως αυτή ήταν η δική μου συμμετοχή στην παραπάνω πρόσκληση. Πατώντας στην εικόνα, μπορείτε να δείτε το κάλεσμα, αλλά και τις υπέροχες συμμετοχές που ήδη έχουν γίνει και που θα συνεχίσουν να έρχονται μέχρι το τέλος του μήνα.
Αλεξάνδρα μου, σε ευχαριστώ από καρδιάς για την ευκαιρία που μας έδωσες να δημιουργήσουμε και να μοιραστούμε συναισθήματα μέσα από αυτό το κάλεσμα.
Να είστε όλοι καλά, εκφραστικοί μου, και να φροντίζετε πάντα το παιδί που κρύβετε μέσα σας!
Εντάξει! Πολλές φορές έχω εκφραστεί για τη γραφή σου και τη δυνατότητα που έχεις, Κική μου, να πυροδοτείς τη συγκίνηση και τα συναισθήματα, με τη γραφή σου. Πραγματικά δάκρυσα. Έβαλες όλες τις οπτικές γωνίες, που μπορεί κάποιος να προσεγγίσει αυτό το μοναδικό διήγημα, εγώ δεν θα το πω παραμύθι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην αγάπη μας.
Πω πω! Δεν ξέρω τι να γράψω, θέλω να πάω στη γωνίτσα μου να κλάψω. Για όλα τα συναισθήματα που ξύπνησε η δική ματιά αλλά και για όσα από μόνο του ξυπνάει αυτό το παραμύθι, που από πάντα με συγκινούσε ιδιαίτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς είναι η συμμετοχή σου μια σκέψη για όλα τα πλάσματα πιυ βρέθηκαν χωρίς αγκαλιά και για κείνα που τους την έδωσαν
Σε ευχαριστώ πολύ, Κική μου, για την ξεχωριστή συμμετοχή σου ❤
Πάρα πολύ όμορφη η συμμετοχή σου, μου άρεσε πάρα πολύ! Πήρες την πρωτότυπη ιστορία και την ταξίδεψες μοναδικά, μπράβο σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μπορεί να μην έμοιαζε με τυπικό παραμύθι, αλλά εμένα μου γέννησε ανάλογα συναισθήματα με τα άλλα, τα παραδοσιακά παραμύθια. Άρα, ο σκοπός επετεύχθη!
Φιλάκια πολλά, έστω και καθυστερημένα