Μανώλης
Αναγνωστάκης
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους
ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν
πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και
μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν
στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε
τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι
τους ανθρώπους
που
με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν
τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους
που
σου 'κλειναν την πόρτα
μην
τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και
τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να
καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους
που
γέμιζαν τις ταβέρνες
και
τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε
βράδυ
και
τώρα τα ξανασπάζουν
όταν
τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και
έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι
τους ανθρώπους
που
άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και
τώρα σε λοιδορούν
γιατί,
λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι,
φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος
φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Το
ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή.
Το
πήρα από την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973
στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.
Γιάννης Ρίτσος
Το σώμα και το αίμα
(Ακόμα μια δοκιμή για ένα
ποίημα του Πολυτεχνείου)
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Από
τη σύνθεση Το σώμα και το αίμα (Κέδρος, 1977).
Το βρήκα στο Διαδίκτυο και το
διασταύρωσα με την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου
1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.
Πολύ ωραία ανάρτηση Κική μου! Μέσα από τα ποιήματα μπορεί αν θυμηθούμε όσα ίσως ξεχάσαμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ!
Χαίρομαι που σου άρεσε γλυκό μου Μαράκι.
ΔιαγραφήΚαλημέρα
Μετά από αυτά τα λόγια, τί να σχολιάσω τώρα εγώ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπλά σιωπώ και συλλογίζομαι....
Φιλί γλυκό, κούκλα μου! Καλό ξημέρωμα!
ΣΣΣΣΜΟΥΤΣ!
Χαίρομαι για τον συλλογισμό αγαπημένη μου
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ που εισαι πάντα εδώ για μένα
Φιλιά πολλα
Νομίζω έκανες το καλύτερο Κική μου με αυτό το αφιέρωμα. Διακριτικό και πολύ σημαντικό. Καλό σου βράδυ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σαι καλα φιλε μου!
ΔιαγραφήΚαλημερα