Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ήμουν εγώ, ήταν αυτοί, ήταν οι άλλοι παραπέρα





Προχωρούσα...
και προχωρούσα….
και προχωρούσα….., χαμένη στον δρόμο που οδηγούσε στον Ανώτερο Εαυτό μου.

Ξάφνου βρέθηκα σε μια νωχελική ερημιά, μα ένα αεράκι με ξελόγιασε και ήθελα όσο μπορούσα να εμβαθύνω. Να εμβαθύνω σε ένα σημείο ουτοπικό, που το κρατώ μόνο για μένα, μόνο για μένα, μόνο. Είναι διαφορετικό για όλους μας, μα υπάρχει. Έχει λευκό, έχει θαλασσί, έχει κάτι από την εκάστοτε πατρίδα μας, την ιστορία που ενδόμυχα κουβαλάμε.

Είδα ένα αηδόνι μέσα σε ένα κλουβί, κρεμασμένο στα πλατιά φύλλα ενός δέντρου, που δεν αναγνώρισα τι είδους είναι.
Έτρεξα, έτρεξα αμέσως και το ελευθέρωσα, μα εκείνο έμεινε ασάλευτο εκεί. Έπαψε να κελαηδάει.
Θέλει να μείνει, σκέφτηκα, ας του κλείσω ξανά την πόρτα.
Την έκλεισα, μα πάλι δεν κελάηδησε, δεν κούνησε λίγο τα όμορφα φτερά του.

Στενοχωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πολύ.
Μα πώς μπορεί σε ένα λεπτό να αλλάξουν τόσο εύκολα όλα;

Απομακρύνθηκα και αναρρίγησα όταν το άκουσα να κελαηδάει.
Εύηχα, δυνατά, περήφανα, με σθένος! Τενόρο το ονόμασα και θυμήθηκα πως τελικά στην πόρτα του ηθελημένα ξέχασα να τραβήξω το σύρτη.

Επιλογή του.
Επιλογή του για όταν θα είναι έτοιμο, όταν θα έρθει η στιγμή.
Εκείνη η ρημάδα η στιγμή.
Αχ αυτή η άτιμη, η ρημάδα, η υπέρτατη στιγμή!

Προχωρούσα...
και προχωρούσα….
και προχωρούσα….., χαμένη στον δρόμο που οδηγούσε σε ένα κομμάτι της ψυχής, που ανήκε πλέον στο παρελθόν μου.

Είδα στιγμές, είδα πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα.
Κάποια πράγματα τα αντιμετώπισα με νοσταλγία, άλλα με θυμό, άλλα με πλατιά χαμόγελα, άλλα με οργή και άλλα με ειρωνεία.
Ήμουν εγώ, ήταν αυτοί, ήταν οι άλλοι παραπέρα.
Κι ήταν και κάποια δειλά πρόσωπα, που σκέπαζαν το σώμα του κάτω από το αυλάκι με ψιλό, ψιλό χαλίκι.

Είδα πράσινο, είδα χρυσαφί, είδα μπλε αλμυρό της παραλίας.
Είδα σκύλους, γάτες, πρόβατα, μα χαμογέλασα σε ένα χρυσόψαρο, που είχα κάποτε ζωγραφίσει.

Άκουσα τραγούδια, άκουσα μουσική, άκουσα ήχους απο κλαρίνο και μπουζούκι.
Άκουσα φωνές, αστραπές, αντίλαλους, μα ήθελα να ακούσω λίγο ακόμα τις φωνές των δυο δικών μου απαρτιζόμενων προσώπων.

Είδα τον εαυτό μου να μεγαλώνει και χάρηκα, γιατί η κάθε ζωή αξίζει.

Προχωρούσα...
και προχωρούσα….
και προχωρούσα…..,
χαμένη στον δρόμο που οδηγούσε σε ένα μονοπάτι της ζωής, που με οδήγησε στο παρόν μου.

Θυμήθηκα μαθήματα, αναπαράστησα παθήματα, χόρεψα επάνω σε ένα πέτρινο παγκάκι, διάβασα λίγα κίτρινα φύλλα μιας παλιάς φυλλάδας, που κάποιος ξέχασε σε μια γωνιά, βρήκα ένα ρολόι και το φόρεσα. Το έβαλα αριστερά να χτυπάνε οι δείχτες του κοντά στην καρδιά μου.

Το απόσπασμα, από το δεύτερο βιβλίο μου "Οι Φεγγίτες της Ζωής μου" και η φωτογραφία, από την αγαπημένη μου Ioanna Constans Papangeli, κάπου στα Ζαγοροχώρια.

Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...