Δεν μας άφησε η μοναξιά να παιδευτούμε.
Δεν έγινε ο ήλιος ένα κάδρο που παρίστανε τους δύσμοιρους εργάτες.
Δεν ήρθε η δίδυμη αδελφή να μας κρατήσει το χέρι, σε τούτον τον αλησμόνητο, κόσμο.
Τα μαύρα μάτια της κοπέλας, είχαν ακόμη λίγη ζεστασιά.
Είχαν έναν Χειμώνα και ένα Παράδεισο - φυλαγμένα σε μια μυστική νότα του Βαρδάρη - που για καμία βαρκάδα, δεν θυσίασε τον άνεμο της παρακμής.
Η σιωπή είχε μεταμορφωθεί σε κλαδιά που ήθελαν να αγκαλιάσουν το ορφανοτροφείο. Εκείνο το ορφανοτροφείο - που ήταν γεμάτο - με γκρίζες σκιές.
Σε εκείνους τους τοίχους, οι λευκοί κρόταφοι, γίνονταν παράθυρο και οι πόρτες δέσμιες, ενός φύλακα που δεν είχε χέρια. Δεν είχε πρόσωπο. Δεν είχε ψύχη. Είχε μόνο, δυό μάτια, κενά.
Τις πιο σιωπηλές, ενοχικές νύχτες, έβλεπα σε αυτά τα μάτια, έναν κίτρινο βράχο. Ένας αετός μεσουρανούσε στην πόλη των τρελών και ο κυνηγός των πεφωτισμένων οντοτήτων, γινόταν ήρωας της Πόλης, που δεν μας άνηκε ποτέ.
Δεν κατακτήσαμε την μάχη, την γευτήκαμε μόνο, δωρίζοντας τα σώματά μας στο χώμα εκείνο που πάσχισε να ανθίσει, με πράσινους συμβολισμούς και αλληγορίες.
Το σώμα μας έγινε δέντρο και το αίμα μας, έγινε καρπός μιας ανείπωτης σποράς, που θέρισε ανυπολόγιστα τον κόσμο. Τον κέρδισε όλο, δένοντάς τον με μία σφαίρα που είχε σχήμα περιστεριού και μύριζε ελιά και θυμάρι.
Δεν μας φώναξε κανείς «αδέρφια», δεν μας έδεσε κανείς την κόκκινη κλωστή του Μάη, στους άλλοτε λευκούς αγκωνές, που είχαν χρώμα, βυσσινί.
Η μορφή σου με ταλαιπωρεί τα βράδια. Με δένει νοερά σε μια παλάμη, μεταίχμια. Μου εξιστορεί παραμύθια που δεν έζησα πλάι σου, δράκους, κόσμους αφύσικους μα γοητευτικούς.
Δεν μπορείς να δεις την μορφή σου, δεν έχει αλλάξει οπτική η σκιά, δεν λέει να φύγει από πάνω μας, το δέρμα των απωτέρων σκοπών. Δεν μπορεί αυτή η πληγή, να πάει τη ζωή στο «κρεβάτι» της νηνεμίας. Δεν μας εγκατέλειψε η Γαλήνη, εμείς της παραχωρήσαμε ένα μερτικό, που δεν νοήσαμε πότε μας.
Απόψε, θα σου πω μια ιστορία:
«Χάσαμε, αιχμαλωτίζοντας το φως.»
~~ Η Αιχμαλωσία του Φωτός – Κική Κωνσταντίνου
Δεν έγινε ο ήλιος ένα κάδρο που παρίστανε τους δύσμοιρους εργάτες.
Δεν ήρθε η δίδυμη αδελφή να μας κρατήσει το χέρι, σε τούτον τον αλησμόνητο, κόσμο.
Τα μαύρα μάτια της κοπέλας, είχαν ακόμη λίγη ζεστασιά.
Είχαν έναν Χειμώνα και ένα Παράδεισο - φυλαγμένα σε μια μυστική νότα του Βαρδάρη - που για καμία βαρκάδα, δεν θυσίασε τον άνεμο της παρακμής.
Η σιωπή είχε μεταμορφωθεί σε κλαδιά που ήθελαν να αγκαλιάσουν το ορφανοτροφείο. Εκείνο το ορφανοτροφείο - που ήταν γεμάτο - με γκρίζες σκιές.
Σε εκείνους τους τοίχους, οι λευκοί κρόταφοι, γίνονταν παράθυρο και οι πόρτες δέσμιες, ενός φύλακα που δεν είχε χέρια. Δεν είχε πρόσωπο. Δεν είχε ψύχη. Είχε μόνο, δυό μάτια, κενά.
Τις πιο σιωπηλές, ενοχικές νύχτες, έβλεπα σε αυτά τα μάτια, έναν κίτρινο βράχο. Ένας αετός μεσουρανούσε στην πόλη των τρελών και ο κυνηγός των πεφωτισμένων οντοτήτων, γινόταν ήρωας της Πόλης, που δεν μας άνηκε ποτέ.
Δεν κατακτήσαμε την μάχη, την γευτήκαμε μόνο, δωρίζοντας τα σώματά μας στο χώμα εκείνο που πάσχισε να ανθίσει, με πράσινους συμβολισμούς και αλληγορίες.
Το σώμα μας έγινε δέντρο και το αίμα μας, έγινε καρπός μιας ανείπωτης σποράς, που θέρισε ανυπολόγιστα τον κόσμο. Τον κέρδισε όλο, δένοντάς τον με μία σφαίρα που είχε σχήμα περιστεριού και μύριζε ελιά και θυμάρι.
Δεν μας φώναξε κανείς «αδέρφια», δεν μας έδεσε κανείς την κόκκινη κλωστή του Μάη, στους άλλοτε λευκούς αγκωνές, που είχαν χρώμα, βυσσινί.
Η μορφή σου με ταλαιπωρεί τα βράδια. Με δένει νοερά σε μια παλάμη, μεταίχμια. Μου εξιστορεί παραμύθια που δεν έζησα πλάι σου, δράκους, κόσμους αφύσικους μα γοητευτικούς.
Δεν μπορείς να δεις την μορφή σου, δεν έχει αλλάξει οπτική η σκιά, δεν λέει να φύγει από πάνω μας, το δέρμα των απωτέρων σκοπών. Δεν μπορεί αυτή η πληγή, να πάει τη ζωή στο «κρεβάτι» της νηνεμίας. Δεν μας εγκατέλειψε η Γαλήνη, εμείς της παραχωρήσαμε ένα μερτικό, που δεν νοήσαμε πότε μας.
Απόψε, θα σου πω μια ιστορία:
«Χάσαμε, αιχμαλωτίζοντας το φως.»
~~ Η Αιχμαλωσία του Φωτός – Κική Κωνσταντίνου
Υπέροχο! Πολύ όμορφο Κική μου.
ΑπάντησηΔιαγραφή