Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα ρούχα στην αυλή (μια μπουγάδα από χρόνια)

 

Ήταν πάντα το ίδιο σκοινί, δεμένο ανάμεσα στις δύο μουριές,
που το χειμώνα έγερναν από το βάρος της βροχής
και το καλοκαίρι άντεχαν να κρατούν τις μνήμες.

Άπλωνα τα ρούχα ένα-ένα, σαν να τα τοποθετούσα σε ράφι μουσείου.

Πρώτο το παλτό του πατέρα — βαρύ, σκούρο,
με τα φθαρμένα μανίκια που κάποτε έκρυβαν τα παγωμένα του χέρια
όταν γύριζε αργά απ’ τη δουλειά.
Πάντα το δίπλωνε προσεκτικά στη ραφιέρα του διαδρόμου,
μα εγώ ήξερα: εκεί μέσα έκλεινε τη σιωπή του,
όλη του τη σκληρότητα, και λίγη ντροπή.

Δίπλα του το φόρεμα της μάνας.
Εκείνο το φτηνό βαμβακερό, με το ξεθωριασμένο λουλούδι στον ώμο.
Το φορούσε τις Κυριακές,
όταν έπλενε τα τζάμια κι έφτιαχνε γλυκό του κουταλιού.
Μύριζε ξύδι, λεβάντα και υπομονή.
Σαν να μην το έβγαζε ποτέ από πάνω της —
και ίσως δεν το έβγαλε, ούτε όταν έφυγε.

Μετά τα πουκάμισα του αδερφού μου.
Παιδικά, με σχέδια πειρατές,
μετά εφηβικά — μονόχρωμα,
και κάποια στιγμή, λευκά, για το στρατό.
Τα έβγαζα απ’ τη λεκάνη και νόμιζα πως άκουγα
τη φωνή του να με πειράζει:
«Μη μου τα καίς με το σίδερο, ρε τσαούσα».

Τα ρούχα της αδερφής μου ήταν αλλιώτικα.
Φωτεινά, ανάλαφρα, με κουμπιά σαν μικρά παιχνίδια.
Τα κρέμαγα πάντα τελευταία,
μήπως και ξεφύγει το χρώμα τους
στην ομίχλη του παρελθόντος.

Τα δικά μου τα άπλωνα σιωπηλά.
Εσωτερικά.
Κανείς δεν τα πρόσεχε — κι εγώ δεν ήθελα.
Ήταν ρούχα του ενδιάμεσου χρόνου,
εκείνα που φοριούνται όταν όλα τα άλλα στεγνώνουν.

Στο τέλος, πάντα έπλενε η γιαγιά τις κάλτσες.
Όλες ανακατεμένες.
Παιδικές, ανδρικές, λεπτές, μάλλινες.
Τις άπλωνε χωρίς πρόγραμμα,
όπως άπλωνε και τις λέξεις της όταν έλεγε ιστορίες —
μισές αλήθειες, μισές προσευχές.

Και γύρω, ο τοίχος που έγερνε λίγο-λίγο κάθε χρόνο.
Τα χόρτα που τύλιγαν την πέτρα.
Η πέτρα που θυμόταν πιο πολλά από εμάς.

Μερικά απογεύματα στεκόμουν εκεί.
Έπιανα το μανίκι ενός παλιού πουλόβερ και το έφερνα στη μύτη μου.
Όχι για να μυρίσω το σαπούνι.
Αλλά για να βρω ξανά
ό,τι δεν ειπώθηκε ποτέ δυνατά.

Τα ρούχα στέγνωναν.
Αργά, ήσυχα, σαν τα χρόνια.

--- Κική Κωνσταντίνου

Σχόλια

  1. Πολύ εσωτερικό και βαθύ κείμενο... Ο τρόπος ταξινόμησης, δείχνει και ένα αίσθημα ιεραρχίας, και η αναφορά στη γιαγιά με τα δικά της τροπάρια είναι συγκινητική. Υπέροχη γραφή! Σε ευχαριστούμε πολύ Κική μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αναστασία μου, σ’ ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για τα τόσο προσεκτικά και ουσιαστικά λόγια σου. Χαίρομαι που "διάβασες" πίσω από τις γραμμές και ένιωσες το συναίσθημα – ειδικά για τη γιαγιά, που έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα μέσα μου. Είναι πολύτιμο για μένα να βρίσκω τέτοια ανταπόκριση. Να είσαι καλά!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...