Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η νοσταλγία είναι ο τρόπος που η ψυχή μας συνεχίζει να γράφει, ακόμη κι όταν εμείς δεν κρατάμε πια μολύβι.

 


 

Υπάρχουν μέρες που δεν χρειάζεται να μιλήσεις για να ειπωθούν όλα. Η σιωπή κουβαλάει μέσα της μνήμες που ποτέ δεν γράφτηκαν, μα υπάρχουν, όπως οι λίμνες που δεν θυμούνται και δεν ξεχνούν. Κάποια αντικείμενα στο σπίτι —ένα ψυγείο που δεν βουίζει, μια σελίδα που ήπιε τα γράμματα, οι κουρτίνες της γιαγιάς που χορεύουν χωρίς αέρα— έχουν τον δικό τους τρόπο να ψιθυρίζουν όσα δεν τολμάμε να πούμε.

Είναι παράξενο πόσο εύκολα οι λεπτομέρειες γίνονται αιωνιότητα. Μια μυρωδιά από πεύκο, λίγη λάσπη κολλημένη στο παπούτσι, ένα παιδικό φως που επιμένει να μη σβήνει· όλα αυτά είναι τα μικρά θαύματα που κουβαλάμε μέσα μας. Όχι γιατί τα καταγράψαμε, αλλά γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να μας εγκαταλείψουν.

Η γραφή δεν είναι πάντα λέξεις στο χαρτί. Μερικές φορές είναι το βλέμμα που στέκεται λίγο παραπάνω σε μια σκιά, το χέρι που ακουμπάει ένα ποτήρι νερό, η παύση ανάμεσα σε δύο ανάσες. Είναι εκεί που ο κόσμος σταματά για λίγο, για να μας θυμίσει ότι υπήρξαμε παιδιά, ότι αγαπήσαμε, ότι μείναμε σιωπηλοί μπροστά σε πράγματα που δεν μπορούσαν να χωρέσουν σε προτάσεις.

Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπή βρίσκουμε το πιο δυνατό φως. Το φως που δεν θέλουμε να σβήσει, γιατί είναι η μόνη απόδειξη ότι όλα όσα χάθηκαν, στην πραγματικότητα, μένουν.

📖✨ Η νοσταλγία είναι ο τρόπος που η ψυχή μας συνεχίζει να γράφει, ακόμη κι όταν εμείς δεν κρατάμε πια μολύβι.

Κική Κωνσταντίνου

 

 


Σ’ ακολουθώ στο σκοτάδι γιατί εκεί, μέσα στη σιωπή και στην απαλότητα της νύχτας, όλα μοιάζουν πιο αληθινά. Το φως με τρομάζει∙ αποκαλύπτει πληγές, ξεσκεπάζει φόβους και φωτίζει αλήθειες που δεν αντέχω να αντικρίσω. Στο σκοτάδι, όμως, υπάρχει μια γαλήνη παράξενη, μια σιγουριά πως τίποτα δεν με κρίνει, τίποτα δεν με αναγκάζει να σταθώ γυμνή μπροστά στον κόσμο. Σ’ ακολουθώ γιατί μέσα από τα βήματά σου μαθαίνω να βρίσκω θάρρος εκεί που η ψυχή μου τρέμει, κι αν φοβάμαι το φως, δεν είναι επειδή μισώ τη λάμψη του, αλλά επειδή ξέρω πως καμιά λάμψη δεν μπορεί να κρύψει τις σκιές που κουβαλάμε μέσα μας. Το σκοτάδι γίνεται τότε αγκαλιά, καταφύγιο, χώρος όπου ο φόβος συναντά την ελπίδα κι η αδυναμία μετατρέπεται σε δύναμη. Και καθώς περπατώ πίσω σου, ανακαλύπτω πως ίσως τελικά το σκοτάδι δεν είναι εχθρός, αλλά ένας δρόμος που μας μαθαίνει να αντέχουμε μέχρι να βρούμε το φως που δεν μας πληγώνει.

Κική Κωνσταντίνου



Η σιωπή δεν έρχεται όταν σταματά ο ήχος· η σιωπή είναι ένα σύμπαν που υπάρχει παράλληλα με τον θόρυβο. Είναι η γραμμή ανάμεσα σε δύο αναπνοές, η κρυφή χορδή που δονείται μέσα μας χωρίς να ακούγεται. Όταν μιλάμε για σιωπή, συνήθως εννοούμε απουσία φωνής· στην πραγματικότητα, η σιωπή έχει φωνές, μορφές, μνήμες. Μιλάει μέσα από κενά, μέσα από την ακαμψία του χρόνου, μέσα από τα βλέμματα που δεν τολμούν να εκφραστούν. Κάθε στιγμή σιωπής είναι μια μικρή επανάσταση: δεν λέει «μην κάνεις θόρυβο», λέει «παρατήρησε». Μας υποχρεώνει να δούμε τον εαυτό μας χωρίς τις λέξεις που τον περιβάλλουν, χωρίς τις μάσκες που φοράμε. Κάποιοι τη φοβούνται, γιατί η σιωπή είναι καθρέφτης· δείχνει όχι αυτό που θέλουμε να είμαστε, αλλά αυτό που πραγματικά είμαστε. Άλλοι τη λατρεύουν, γιατί μέσα της γεννιέται η δημιουργία, η καθαρή σκέψη, η ουσία που δεν χωράει σε φράσεις. Η σιωπή δεν είναι παθητική· είναι δυναμική, ασταμάτητη, σαν ποτάμι που κυλά μέσα μας, αόρατο αλλά αδύνατο να το αγνοήσεις. Και όταν επιτέλους την αφήσουμε να μιλήσει, καταλαβαίνουμε πως δεν χρειάζεται να φωνάζουμε για να υπάρχουμε. Αρκεί να ακούμε.

Κική Κωνσταντίνου



Σχόλια

  1. Δεν θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει μαζί σου, Κική μου. Η σιωπή πολλές φορές λέει απείρως περισσότερα πράγματα και με πιο δυνατό τρόπο.
    Καλησπέρα καλή μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Ανακαλύπτω πως ίσως τελικά το σκοτάδι δεν είναι εχθρός, αλλά ένας δρόμος που μας μαθαίνει να αντέχουμε μέχρι να βρούμε το φως που δεν μας πληγώνει"
    Πόσο δυνατή αυτή η πρόταση. Τη διάβασα τόσες πολλές φορές για να τη χορτάσω, με κέρδισε 🙏

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...