Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

και ξαφνικά αναζητώ τους λεκέδες που έβαψαν τη ζωή μου!




Θέλω να τρέξω να βρεθώ κοντά τους, να βοηθήσω όσο μπορώ μα συνειδητοποιώ πως ένας κισσός που άξαφνα άνθισε έχει τυλιχθεί στο δεξί μου πόδι, κρατώντας με έτσι δέσμιά του.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο καταλαβαίνω πως πρέπει να μείνω μακριά από τα δύο κορίτσια.
Υπακούω το ένστικτό μου!

Περνάνε λίγα λεπτά και καταλαβαίνω πως ο άγγελος με το λευκό φόρεμα σκαρφίζεται κάποια ιδιαίτερη σκανδαλιά για να χαρίσει και πάλι χαμόγελο στα χείλη της αδερφής του.
Το πρόσωπο του κοριτσιού με το λευκό φόρεμα μαρτυρά πως η σκέψη είναι έτοιμη να υλοποιηθεί.
Πριν προλάβω να υποθέσω τι σκέφτεται το βλέπω να πέφτει μέσα στο λάκκο με τη λάσπη και να κολυμπάει γελώντας!
Το αδερφάκι του κοιτάζει και τα δάκρυα στερεύουν στο πρόσωπό του.
Μέσα σε λίγα λεπτά μιμείται την κίνηση της αδερφής του και μέσα στο λάκκο υπάρχουν δυο μικρά κοριτσάκια που δείχνουν να παίζουν και να χαμογελάνε!
Πιάνω τον εαυτό μου να χαίρεται μαζί τους! Να συγκινείται!

Μετά από λίγα λεπτά τα κοριτσάκια βγαίνουν έξω και γελάνε δυνατά βλέποντας τα λερωμένα τους ρούχα!
Βλέπω δυο μικρούς αγγέλους που γέμισαν λεκέδες!
Αντικρίζω δυο μικρούς αγγέλους να απολαμβάνουν τους λεκέδες τους και ξαφνικά αναζητώ τους λεκέδες που έβαψαν τη ζωή μου!

Έπειτα θυμάμαι τις δύο γυναίκες!
Γυρίζω και ο δικός τους χώρος δεν υπάρχει πια!
Είναι εξαφανισμένες! Υπάρχει μόνο χώμα στη θέση τους.

Γυρίζω το βλέμμα στις δυο δίδυμες αδερφές και παρατηρώ πως τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους μου θυμίζουν τις δυο γυναίκες που για άλλη μια φορά απλώς εξαφανίστηκαν!

Πριν προλάβω να τελειώσω τις σκέψεις μου ακούω μικρές πατούσες να τρέχουνε σε ένα πράσινο λιβάδι και ξαφνικά το σκηνικό που είμαι αλλάζει και μεταφέρεται στον Παράδεισο που αντίκρισα ερχομένη εδώ!
Όλα είναι ίδια με τότε!

Τα κοριτσάκια τρέχουν ανέμελα προς τη γαλάζια λίμνη που είναι λίγο μακριά μου και τα γάργαρα νερά της ταράζονται με τέτοιον τρόπο που μοιάζει να τα καλεί να ξεπλυθούνε!
Οι μικρές αδερφές βρίσκουν καταφύγιο μέσα της και μοιάζουν πλέον με έφηβες νεράιδες που απολαμβάνουν το απογευματινό τους μπάνιο!
Το νερό δε λασπώνεται!
Περίεργο!
Παραμένει το ίδιο γάργαρο αν και θυμάμαι καλά πως τα κορίτσια όταν μπήκαν μέσα ήταν αρκετά λερωμένα.

Προσπαθώντας να καταλάβω τί γίνεται και να σκεφτώ το τί μπορεί να συνέβη ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος και τα τύμπανα του αυτιού μου πιέζονται τόσο πολύ που μπορώ να πάρω όρκο πως εχουν ματώσει.
Ένα τεράστιο πορφυρό φως που εμφανίστηκε από το πουθενά με κάνει να τρομάξω και να θαμπωθώ.
Το εκτυφλωτικό φως με ζαλίζει και αρχίζω να νιώθω κουρασμένη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά!

Το μόνο που θέλω πια είναι να κοιμηθώ!
Νοιώθω τόσο κουρασμένη που με δυσκολία μπορώ να επιτρέψω στο φόβο να με κρατήσει ξύπνια.
Τα βλέφαρα κλείνουν αργά αργά και νοιώθω το κορμί μου να παραδίδεται κάπου που απλώς δε μπορώ να παραβλέψω και να αντισταθώ.

Το απόσπασμα, από το πρώτο μου βιβλίο "Τα Λάφυρα της Ψυχής μου" και η φωτογραφία, από την αγαπημένη μου Ioanna Constans Papangeli, κάπου στα Ζαγοροχώρια.

Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ!

Σχόλια

  1. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σου κείμενα Κική, γραμμένο στην γλώσσα και την ατμόσφαιρα του ονείρου.
    Άναρχο, άχρονο. Βουτηγμένο στην φαντασία, στα χρώματα. Με μια έντονη περιγραφή και γλώσσα.
    Αντάμα με το βιβλίο σου.
    Πολλές καλησπέρες καλή μου φίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...