Φόρεσε ρούχο χωρίς ρίγες.
Έκρυψε τη μύτη σε συρτάρι παλιών αναμνήσεων.
Έσβησε απ’ τα μάγουλα το γέλιο —
όχι εκείνο το αληθινό,
το άλλο, το βαμμένο με πίσσα και ζάχαρη.
Και βγήκε στον κόσμο.
Ούτε τύμπανα,
ούτε παιδιά να φωνάζουν “κοίτα!”.
Μόνο ένας γέρος σκύλος τον μύρισε λίγο παραπάνω
και μια γυναίκα του έδωσε την πλάτη της
σαν να του χάριζε αγάπη.
Ο κλόουν έμαθε να περπατά χωρίς παπούτσια τεράστια.
Να μην παραπατά απ’ το γέλιο των άλλων.
Να πονά στα σοβαρά.
Έμαθε και να σωπαίνει.
Κι αυτό, ξέρεις,
είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα
για έναν που γεννήθηκε θόρυβος.
Μα τα βράδια,
όταν όλοι γίνονται σκιές στις κουρτίνες,
ξαναβάφει με το δάχτυλο δυο μπλε τρίγωνα στα μάτια
και κοιτάζει τον καθρέφτη
όπως κοιτά ένας Θεός που ξέχασε να γελάσει.
Γιατί κανείς δεν είπε στον κλόουν
πως το να ντύνεσαι άνθρωπος
είναι μια τέχνη
πιο σπαρακτική
απ’ το να ντύνεσαι καρδιά.
Κική Κωνσταντίνου

Καλησπέρα Κική μου με τις εμπνεύσεις σου, καλή μου. Πολύ ωραίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Γιάννη μου! Σ’ ευχαριστώ πολύ για την όμορφη κουβέντα σου και την σταθερή στήριξη. Να είσαι καλά και να έχεις ένα γαλήνιο κλείσιμο καλοκαιριού!
ΔιαγραφήΚική
Υπέροχο Κική μου . Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλένη μου, σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Η στήριξή σου με συγκινεί κάθε φορά. Να είσαι καλά!
ΔιαγραφήΚική