Οι πράξεις είναι οι καρποί των σκέψεων. Από καλές σκέψεις γεννιούνται καλές πράξεις.
Baltasar Gracian, 1601-1658, Ισπανός συγγραφέας
Baltasar Gracian, 1601-1658, Ισπανός συγγραφέας
Αγάπη είναι ο ασπασμός των αγγέλων προς τ’ άστρα.
Βίκτωρ Ουγκώ, 1802-1885, Γάλλος συγγραφέας
Βίκτωρ Ουγκώ, 1802-1885, Γάλλος συγγραφέας
Καλύτερα να σ’ αγαπούν στην κόλαση παρά να ‘σαι χωρίς αγάπη στον παράδεισο.
Marcel Jouhandeau, 1888-1979, Γάλλος συγγραφέας
Marcel Jouhandeau, 1888-1979, Γάλλος συγγραφέας
«Η αγάπη σε κούρδισε σαν βαρύ χρυσό ρολόι
η μαμή σάπισε τις πατούσες σου
και το γυμνό σου κλάμα πήρε τη θέση του ανάμεσα στα στοι-
χεία.
Οι φωνές μας αντηχούν, μεγεθύνοντας την άφιξή σου. Καινού-
ριο άγαλμα.
Σ’ ένα ανεμοδαρμένο μουσείο, η γύμνια σου
σκιάζει την ασφάλειά μας. στεκόμαστε ένα γύρο κενοί σαν τοί-
χοι.
δεν είμαι περισσότερο μητέρα σου
από ένα σύννεφο που διυλίζει έναν καθρέφτη για να αντικατο-
πτρίσει την ίδια του την αργή
εξάλειψη στα χέρια του ανέμου.
Όλη τη νύχτα η ανάσα σου πεταλουδίτσα
πεταρίζει ανάμεσα στα επίπεδα ροζ τριαντάφυλλα. ξυπνώ και
αφουγκράζομαι:
μια μακρινή θάλασσα δονείται στα αυτιά μου.
Μια κραυγή και κατρακυλώ από το κρεβάτι, βαριά και λου-
λουδάτη
μέσα στο βικτοριανό νυχτικό μου.
Το στόμα σου ανοίγει καθαρό σαν γάτας. Το τετράγωνό του
παραθύρου
Ξασπρίζει και καταπίνει τα μουδιασμένα του αστέρια. Και τώ-
ρα δοκιμάζεις
μια χουφτίτσα νότες.
Τα καθαρά φωνήεντα ανυψώνονται σαν μπαλόνια.»
-Sylvia Plath, «Πρωινό τραγούδι»
(Sylvia Plath, Ποιήματα, Κέδρος)
Τα πρόσωπα των παιδιών είναι πατρίδες
φερμένες εδώ απ’ τα τέσσερα σημεία της γης
για ένα διάλογο αγάπης. Κοινό το χορτάρι κι ο ήλιος
και τα χέρια που παίζουνε. Βλέπετε αυτά τα παιδιά
που τα μάτια τους είναι γιομάτα ουρανό
και αθωότητα; Είναι οι ίδιοι αυτοί
που σκοτώθηκαν στους πολέμους.
που εξωσμένοι απ’ του κόσμου αυτού την αδιαίρετη
σκηνή επαιτήσανε το δικαίωμα
να χαρούνε τη γη που τους γέννησε:
Να κάθονται πάνω της ή να πορεύονται,
να μαζεύουν λουλούδια, να ψαρεύουν στις λίμνες,
να σκάφτουν, να χτίζουν, να θαυμάζουν τον κόσμο
μες απ’ των άσπρων τους σπιτιών τα παράθυρα
δίχως φόβο.ασφαλείς και ισότιμοι
απέναντι στη βροχή. Οι ίδιοι που πάλαιψαν
γενναία το αδυσώπητο σκοτάδι
και πέσανε. που έκαμαν
όμορφα όνειρα. Δεν ήτανε διαφορετικά
το γέλιο, τα χέρια, οι κινήσεις τους,
κι όμως σκοτώθηκαν. Τα μάτια τους ίδια
το φως που ζητούσανε.
Κάθε πρωί
που βγαίνει ο ήλιος στην πόλη του Τρόγγεν,
στο χωριό Πεσταλότσι, τα πράγματα είναι
το ίδιο απλά, όπως άλλωστε ήταν πάντοτε
σε τούτο τον κόσμο. Μονάχα πως τα πρόσωπα
εδώ των παιδιών είναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, με το ίδιο τραγούδι
και κάτω απ’ την ίδια υπόσχεση
αγάπης
όλα μαζί
είναι η Υδρόγειος που προσεύχεται.
(Νικηφόρος Βρεττάκος, »Διεθνής Παιδούπολη Πεσταλότσι», Τα ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Τρία φύλλα, 1981, σσ. 280-281.)
φερμένες εδώ απ’ τα τέσσερα σημεία της γης
για ένα διάλογο αγάπης. Κοινό το χορτάρι κι ο ήλιος
και τα χέρια που παίζουνε. Βλέπετε αυτά τα παιδιά
που τα μάτια τους είναι γιομάτα ουρανό
και αθωότητα; Είναι οι ίδιοι αυτοί
που σκοτώθηκαν στους πολέμους.
που εξωσμένοι απ’ του κόσμου αυτού την αδιαίρετη
σκηνή επαιτήσανε το δικαίωμα
να χαρούνε τη γη που τους γέννησε:
Να κάθονται πάνω της ή να πορεύονται,
να μαζεύουν λουλούδια, να ψαρεύουν στις λίμνες,
να σκάφτουν, να χτίζουν, να θαυμάζουν τον κόσμο
μες απ’ των άσπρων τους σπιτιών τα παράθυρα
δίχως φόβο.ασφαλείς και ισότιμοι
απέναντι στη βροχή. Οι ίδιοι που πάλαιψαν
γενναία το αδυσώπητο σκοτάδι
και πέσανε. που έκαμαν
όμορφα όνειρα. Δεν ήτανε διαφορετικά
το γέλιο, τα χέρια, οι κινήσεις τους,
κι όμως σκοτώθηκαν. Τα μάτια τους ίδια
το φως που ζητούσανε.
Κάθε πρωί
που βγαίνει ο ήλιος στην πόλη του Τρόγγεν,
στο χωριό Πεσταλότσι, τα πράγματα είναι
το ίδιο απλά, όπως άλλωστε ήταν πάντοτε
σε τούτο τον κόσμο. Μονάχα πως τα πρόσωπα
εδώ των παιδιών είναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, με το ίδιο τραγούδι
και κάτω απ’ την ίδια υπόσχεση
αγάπης
όλα μαζί
είναι η Υδρόγειος που προσεύχεται.
(Νικηφόρος Βρεττάκος, »Διεθνής Παιδούπολη Πεσταλότσι», Τα ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Τρία φύλλα, 1981, σσ. 280-281.)
Ποιος άνεμος μετέφερε τούτα τα αγάλματα
κρατώντας τα με δυο πελώρια χέρια κάτω άπ’ τις μασχάλες
αυτά τα πιθάρια με τη στρογγυλή αυτοπεποίθηση
αυτά τα δοχεία του λαδιού και του κρασιού
αύτη την πετρωμένη ευγένεια των αμφορέων
όπου ή ελληνική ομορφιά έχει χαράξει με το μικρό της δάχτυλο
το στέρεο τρίγωνο, την οριζόντια σπείρα, το σοφό τετράγωνο;
Ποιός έφερε, ποιός πήρε, ποιός αντάλλαξε απ’ τα πέρατα
γραμμές και χρώματα και λευκές χειρονομίες,
σταυρούς στα ράμφη των αητών, ένα μακρόσυρτο χαμόγελο,
μια ωχρότητα βυζαντινή πού συνεχίζεται μέσα στη νύχτα
μια ωχρότητα ντυμένη το χρυσάφι, την πορφύρα, το σμαράγδι;
Βήματα των Ελλήνων πλανώμενα στους χώρους και στους αιώνες
σταθερά βήματα, πικρά βήματα, σιωπηλά βήματα
διατηρώντας το σχήμα τους καθάριο,
καθάριο αχνάρι του γυμνού ποδιού σ’ όποιο χώμα της γης
με το μεγάλο δείχτη του ποδιού αποχωρισμένο απ’ το λουρί του αρχαίου σανδάλου.
Και το άσβηστο αχνάρι του σανδάλου ανάλαφρο πάνω στην πέτρα
και το άλλο του βυζαντινού,
τ’ αχνάρια απ’ τα συγκεντρωμένα βήματα της Φιλικής Εταιρίας
κι αυτά τα ελληνικά ιστία διασχίζοντας αθόρυβα
το νύχτιο αγέρα και τα δάση της Ρουμανίας
αυτά τα ιστία φωτίζοντας με τρίγωνες λάμψεις
πρόσωπα, σπίτια, χρόνια και γιγάντιους κορμούς δέντρων.
Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού σ’ όλο τον κόσμο
καθώς ταξιδεύαμε με την ‘Ελλάδα σταυρωμένη στην καρδιά μας,
ή ‘Ελλάδα στην «Ιστρια, στο Γαλάτσι, στην Κονστάντσα
μες στις στοές και στις καμπάνες της Αγκάπια
μες στα ψηλά εργαστήρια της ταπητουργίας όπου άνθιζαν
επίπεδα άνθη γαλανά και κόκκινα
μες στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής
όπου ένα σχήμα αφηρημένης γεωμετρίας
αναπολούσε τη συγκεκριμένη σκέψη της Ελλάδας.
(Είναι ένας σπόρος πάντα ελληνικός πού σπάει τη στενότητα της πέτρας
ν’ ανθίσει μες στην απεραντοσύνη όλα τα φύλλα του και τούς καρπούς του —
κι ή πέτρα ή συντριμμένη από το σπόρο γίνεται μια πομπή από αγάλμα¬τα).
Σταθερές σκιές του παρελθόντος μες στην πρωινή κατάνυξη,
όταν ή μοναχή, εγερμένη, μόλις, απ’ το κάδρο μιας εικόνας
με το χρυσόν αχνό του χρόνου στη μορφή της
με τη στάχτη ενός ύπνου απαρνημένου στα ματόκλαδά της
και με το μαύρο πτυχωτό μανδύα της
μόλις ξεκρεμασμένον απ’ τη στοά των αιώνων,
καλούσε στην Αγκάπια τούς αντίλαλους
απ’ το φτερούγισμα των σβησμένων δικέφαλων
χτυπώντας τελετουργικά το ξύλο το εργασμένο απ’ τα δάχτυλα της σιωπής
ενώ ή σκιά της σέρνονταν στις πλάκες του μοναστηρίου σαν φάσμα
αυτοκρατόρισσας
κι ενώ οι καμπάνες σώπαιναν εμβρόντητες
σα φωλιές αντεστραμμένες πού άδειασαν απ’ τα χάλκινα πουλιά τους.
Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού μέσα στον κόσμο,
κάτω από τις ολάνθιστες μηλιές μες στα κολχόζ της Ρουμανίας,
μες στα Μουσεία, μες στη σιωπή, μέσα στις ντόινες.
Κι εγώ, διασχίζοντας τον κόσμο και το χρόνο συνεχίζω το δρόμο της Ελλάδας
τραβώντας το σκοινί του στίχου μου και ειδοποιώντας την αγάπη
όπως τραβούσε ως τη στερνή στιγμή του ό Βασίλε Ροάιτα τον κρίκο
του συναγερμού για μια παγκόσμια συνάντηση ειρήνης.
κρατώντας τα με δυο πελώρια χέρια κάτω άπ’ τις μασχάλες
αυτά τα πιθάρια με τη στρογγυλή αυτοπεποίθηση
αυτά τα δοχεία του λαδιού και του κρασιού
αύτη την πετρωμένη ευγένεια των αμφορέων
όπου ή ελληνική ομορφιά έχει χαράξει με το μικρό της δάχτυλο
το στέρεο τρίγωνο, την οριζόντια σπείρα, το σοφό τετράγωνο;
Ποιός έφερε, ποιός πήρε, ποιός αντάλλαξε απ’ τα πέρατα
γραμμές και χρώματα και λευκές χειρονομίες,
σταυρούς στα ράμφη των αητών, ένα μακρόσυρτο χαμόγελο,
μια ωχρότητα βυζαντινή πού συνεχίζεται μέσα στη νύχτα
μια ωχρότητα ντυμένη το χρυσάφι, την πορφύρα, το σμαράγδι;
Βήματα των Ελλήνων πλανώμενα στους χώρους και στους αιώνες
σταθερά βήματα, πικρά βήματα, σιωπηλά βήματα
διατηρώντας το σχήμα τους καθάριο,
καθάριο αχνάρι του γυμνού ποδιού σ’ όποιο χώμα της γης
με το μεγάλο δείχτη του ποδιού αποχωρισμένο απ’ το λουρί του αρχαίου σανδάλου.
Και το άσβηστο αχνάρι του σανδάλου ανάλαφρο πάνω στην πέτρα
και το άλλο του βυζαντινού,
τ’ αχνάρια απ’ τα συγκεντρωμένα βήματα της Φιλικής Εταιρίας
κι αυτά τα ελληνικά ιστία διασχίζοντας αθόρυβα
το νύχτιο αγέρα και τα δάση της Ρουμανίας
αυτά τα ιστία φωτίζοντας με τρίγωνες λάμψεις
πρόσωπα, σπίτια, χρόνια και γιγάντιους κορμούς δέντρων.
Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού σ’ όλο τον κόσμο
καθώς ταξιδεύαμε με την ‘Ελλάδα σταυρωμένη στην καρδιά μας,
ή ‘Ελλάδα στην «Ιστρια, στο Γαλάτσι, στην Κονστάντσα
μες στις στοές και στις καμπάνες της Αγκάπια
μες στα ψηλά εργαστήρια της ταπητουργίας όπου άνθιζαν
επίπεδα άνθη γαλανά και κόκκινα
μες στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής
όπου ένα σχήμα αφηρημένης γεωμετρίας
αναπολούσε τη συγκεκριμένη σκέψη της Ελλάδας.
(Είναι ένας σπόρος πάντα ελληνικός πού σπάει τη στενότητα της πέτρας
ν’ ανθίσει μες στην απεραντοσύνη όλα τα φύλλα του και τούς καρπούς του —
κι ή πέτρα ή συντριμμένη από το σπόρο γίνεται μια πομπή από αγάλμα¬τα).
Σταθερές σκιές του παρελθόντος μες στην πρωινή κατάνυξη,
όταν ή μοναχή, εγερμένη, μόλις, απ’ το κάδρο μιας εικόνας
με το χρυσόν αχνό του χρόνου στη μορφή της
με τη στάχτη ενός ύπνου απαρνημένου στα ματόκλαδά της
και με το μαύρο πτυχωτό μανδύα της
μόλις ξεκρεμασμένον απ’ τη στοά των αιώνων,
καλούσε στην Αγκάπια τούς αντίλαλους
απ’ το φτερούγισμα των σβησμένων δικέφαλων
χτυπώντας τελετουργικά το ξύλο το εργασμένο απ’ τα δάχτυλα της σιωπής
ενώ ή σκιά της σέρνονταν στις πλάκες του μοναστηρίου σαν φάσμα
αυτοκρατόρισσας
κι ενώ οι καμπάνες σώπαιναν εμβρόντητες
σα φωλιές αντεστραμμένες πού άδειασαν απ’ τα χάλκινα πουλιά τους.
Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού μέσα στον κόσμο,
κάτω από τις ολάνθιστες μηλιές μες στα κολχόζ της Ρουμανίας,
μες στα Μουσεία, μες στη σιωπή, μέσα στις ντόινες.
Κι εγώ, διασχίζοντας τον κόσμο και το χρόνο συνεχίζω το δρόμο της Ελλάδας
τραβώντας το σκοινί του στίχου μου και ειδοποιώντας την αγάπη
όπως τραβούσε ως τη στερνή στιγμή του ό Βασίλε Ροάιτα τον κρίκο
του συναγερμού για μια παγκόσμια συνάντηση ειρήνης.
-Γιάννης Ρίτσος, «Παντού μας περίμενε η Ελλάδα»
Oι φωτογραφίες από τις φίλες μου, Δήμητρα Βασιλείου και Ιωάννα Νάνου, στο καφέ το Παλαιό Βυρσοδεψείο, όπου πολύ πρόσφατα παρουσιάστηκε το νέο μου βιβλίο, η Αγάπη Δηλώνει Παρών και ανέλπιστα θα έλεγα, πήγε πολύ καλά! Ευχαριστώ όλους, πολύ!
Θέλω να σας πω τόσα πολλά μα μια ίωση που με ταλαιπωρεί τον τελευταίο καιρό, με έφερε σε εξαντλητικό σημείο, οπότε λίγο υπομονή ακόμη για να μοιραστώ όσα θέλω και να περάσω και απο τα σπιτάκια σας να δω αν είστε καλά.
Καλή συνέχεια στη μέρα σας!
"Τα μάτια τους ίδια το φως που ζητούσανε"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα ανακουφίζει το ταξίδι στην ποίηση, Κική μου! Καλή συνέχεια.
Όμορφες εικόνες, όμορφες σκέψεις. Δεμένες με τα έργα σου Κική μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σου απόγευμα.