Έκανες την παλάμη σου σκέπαστρο,
μα κανείς δεν σε είδε.
Κανείς δεν αναγνώρισε την θυσία σου, επειδή
είχε μάθει να κοιτάζει μέσα από τα προστατευτικά γυαλιά, που ο ίδιος επέλεξε να βάλει.
Ήρθαν και πλάγιασαν πολλοί,
αμέτρητοι.
Φιλοξενήθηκαν σώματα και σώματα,
ψυχές και ψυχές,
συναισθήματα και άκαρδες,
μισοκουρασμένες σκέψεις.
Φιλοξένησες και ταυτόχρονα, φιλοξενήθηκες.
Κατοίκησες, πάλεψες και αγκομάχησες μέσα από γενιές και γενιές.
Νίκησες, νικήθηκες..
Δαφνοστεφανώθηκες μα τραυματίστηκες πολλές φορές, σοβαρά.
Πάλεψες μα νικήθηκες.
Χόρεψες για μια νίκη και σύρθηκες για κάθε μάχη που θεωρητικά, έχασες.
Υψώθηκες μα θάφτηκες ξανά και ξανά.
Ξύπνησες μια μέρα και έκτοτε, αποκοιμήθηκες για πάντα.
Έγινες κρυσφήγετο μα και πεδίο αναζωπύρωσης πάλι.
Σε είδα, από μακριά και χάθηκες.
Έσβησες σαν το πιο ξεθωριασμένο αστέρι.
Έβαλα στόχο να σε βρω, θέλησα ουσιαστικά να σε γνωρίσω.
Έψαξα, για χρόνια θαρρώ έψαξα και σε βρήκα να κοιμάσαι σε μια κοιλάδα.
Ξεκουραζόσουν, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω.
Άρχισε να βρέχει, θέλησα να σε προστατέψω, έκανα την καρδιά μου τόξο, όπως με δίδαξες στο παρελθόν και σε σκέπασα με της ψυχής μου το ουράνιο τόξο.
Κοιμήσου, υπάρχω ακόμα εγώ.
Έγινα το σκέπαστρο που μου δίδαξες και η παλάμη που μου άπλωσες για να κρατηθώ όταν είχα ανάγκη έναν άνθρωπο να αγγίξω.
Άσε τη βροχή να σε νανουρίσει και το τεχνητό ουράνιο τόξο να σε κάνει να ονειρευτείς.
μα κανείς δεν σε είδε.
Κανείς δεν αναγνώρισε την θυσία σου, επειδή
είχε μάθει να κοιτάζει μέσα από τα προστατευτικά γυαλιά, που ο ίδιος επέλεξε να βάλει.
Ήρθαν και πλάγιασαν πολλοί,
αμέτρητοι.
Φιλοξενήθηκαν σώματα και σώματα,
ψυχές και ψυχές,
συναισθήματα και άκαρδες,
μισοκουρασμένες σκέψεις.
Φιλοξένησες και ταυτόχρονα, φιλοξενήθηκες.
Κατοίκησες, πάλεψες και αγκομάχησες μέσα από γενιές και γενιές.
Νίκησες, νικήθηκες..
Δαφνοστεφανώθηκες μα τραυματίστηκες πολλές φορές, σοβαρά.
Πάλεψες μα νικήθηκες.
Χόρεψες για μια νίκη και σύρθηκες για κάθε μάχη που θεωρητικά, έχασες.
Υψώθηκες μα θάφτηκες ξανά και ξανά.
Ξύπνησες μια μέρα και έκτοτε, αποκοιμήθηκες για πάντα.
Έγινες κρυσφήγετο μα και πεδίο αναζωπύρωσης πάλι.
Σε είδα, από μακριά και χάθηκες.
Έσβησες σαν το πιο ξεθωριασμένο αστέρι.
Έβαλα στόχο να σε βρω, θέλησα ουσιαστικά να σε γνωρίσω.
Έψαξα, για χρόνια θαρρώ έψαξα και σε βρήκα να κοιμάσαι σε μια κοιλάδα.
Ξεκουραζόσουν, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω.
Άρχισε να βρέχει, θέλησα να σε προστατέψω, έκανα την καρδιά μου τόξο, όπως με δίδαξες στο παρελθόν και σε σκέπασα με της ψυχής μου το ουράνιο τόξο.
Κοιμήσου, υπάρχω ακόμα εγώ.
Έγινα το σκέπαστρο που μου δίδαξες και η παλάμη που μου άπλωσες για να κρατηθώ όταν είχα ανάγκη έναν άνθρωπο να αγγίξω.
Άσε τη βροχή να σε νανουρίσει και το τεχνητό ουράνιο τόξο να σε κάνει να ονειρευτείς.
Το Σκέπαστρο - Κική Κωνσταντίνου
#Κική_Κωνσταντίνου
#Ποίηση
#Εκφράσου
#Δημιουργώ
#Ονειρεύομαι
Κική Κωνσταντίνου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ
Καλημέρα και καλή εβδομάδα, εκφραστικοί.
Ελπίζω να σας βρίσκω καλά.
Το παραπάνω ποίημα είναι το πρώτο που έγραψα κατά την παραμονή μου στο χωριό και πιστέψτε με έγραψα πάρα πολλά, η έμπνευση ήταν διάχυτη. Άλλα τα μοιράστηκα με τους φίλους μου στο φβ και άλλα όχι, στην επόμενη ποιητική συλλογή που ετοιμάζω, μετά τα βιβλία της Αγάπης, θα επικοινωνήσουν όπως πρέπει με τους αναγνώστες τους.
Αυτά για την ώρα.
Να περνάτε όμορφα εύχομαι.
Αχ βρε Κική μου με την ευαισθησία της ψυχής σου.....!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρα πολύ όμορφο με συγκίνησε θέλω να το πιστέψεις. Εξαιρετικό, συμβολικό. Ειδικά η αναφορά στο σκέπαστρο και η μορφή που το χρησιμοποίησες μου άρεσε πάρα πολύ.
Καλή βδομάδα.
Άντε να τα δούμε και αυτά σε έκδοση.