Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΣΟΥΛΩΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ - ΕΛΙΝΑ ΔΕΡΜΙΤΖΟΓΛΟΥ

 Ένα σενάριο για ταινία μικρού μήκους.
 Ύμνος, για όλους αυτούς τους ιδιαίτερους, χαρισματικά ανθρώπους! 




Σκοπός κάθε ανθρώπου είναι να κυνηγήσει τα όνειρά του. Κάθε ονειρικό μονοπάτι, στο διάβα του, έχει εμπόδια. Για κάποιους περισσότερα και δυσκολότερα, για κάποιους άλλους λιγότερα και ευκολότερα να ξεπεραστούν.
Αξίζει, λοιπόν, να σεβόμαστε και να εκτιμούμε την προσπάθεια εκείνων που παλεύουν με εμπόδια που, για κάποιο λόγο, η ίδια η ζωή τους ανάγκασε να υιοθετήσουν κι όμως είναι υποχρεωμένοι να τ' αγκαλιάσουν και να πορευτούν συντροφιά με αυτά.
Αξιζει να ριχνουμε το δικό μας βλέμμα ν' ανοίγουμε τη δική μας αγκαλιά.
Παρολ' αυτά, τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο, φτάνει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και ν' αφήνουμε πάντα μια κενή θέση στην ψυχή μας...


ΤΣΟΥΛΩΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ
ΤΟ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Α.
Ο κύριος Σπύρος δε θα κοιμηθεί κι απόψε. Όχι γιατί είναι αναγκασμένος να κρατήσει συντροφιά στη λύπη του, όπως κι εχθές, όπως και προχθές, όπως και τη Δευτέρα της προηγούμενης εβδομάδας…Α! Και το Σάββατο. Εκείνο το καταρραμένο Σαββατόβραδο που ο νούς του βρισκόταν σ' εκείνη την παραλία του Αλίμου, δίπλα στη στάση του τραμ.
Από μακριά άκουγε τα γέλια τους. Τον ήχο του αλουμινίου που έβγαινε από το τσούγκρισμα των γεμάτων κουτιών μπύρας. Κι έπειτα τραγούδια και γέλια δυνστά και ξανά τσουγκρίσματα και πάλι τραγούδια…και τα τραγούδια φέρνανε χορό. Πολύ χορό! Λες και η ευφορία έκανε βουτιά μες στα κορμιά τους κι ύστερα παρέμενε, αποκλειστικά στα πόδια τους, που χάιδευαν, μ' έναν ευχάριστο ρυθμό την αμμουδιά.
- Έι, ψιτ!
Σε ποιό παραμύθι ταξιδεύει ο νους σου και με ξέχασες;
Ήρθα να σου συστηθώ ξανά, λοιπόν!
Χαίρω πολύ! Μοναξιά!
Κουνά το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, να επανέλθει το βλέμμα του. Την κοιτάζει και της απαντά:
- Σπύρος, σε γνωριζω.
Σε γνωρίζω καλά, Μοναξιά.
Ναι, σε γνωρίζω, που να μη σε γνώριζα.
Ναι
Όχι, δε θα ‘θελα να σε γνωρίζω.
Να μην σε είχα γνωρίσει ποτέ.
Να ερχόσουν μια μέρα, να μου χτυπούσες την πόρτα κι εγώ να σου άνοιγα, χαρούμενος, να σε κοιτούσα στα μάτια, περήφανος και να σου απαντούσα:
“Λυπάμαι γι' εσένα, μα λάθος πόρτα χτύπησες.
Εγώ δε θα σε χρειαστώ το βράδυ.
Φεύγω για την παραλία.
Στην παραλία, λέω…
Να τσουγκρίσω, να γελάσω, να…να χορέψω”
Ναι, να χορέψω.
Τι να σε κάνω εγώ, εσένα, Μοναξιά;
Εσένα δε σου αρέσει ο χορός. Τον μισείς!
Δε σου αρέσουν τα τραγούδια, ούτε τα γέλια και πας πακέτο με τη θλίψη μου. Αυτή σε φέρνει πιο κοντά μου.
Έλα όμως, που εμένα μου αρέσουν;
Γιατί να είμαι καταδικασμένος να ταιριάξω μαζί σου;
Γιατί να κάνω παρέα μ' εσένα και όχι μ' εκείνους που γελάνε, που τραγουδούν, που χορεύουν;
Γιατί;”
Γιατί αυτή η αναθεματισμένη καρέκλα, ποτέ δεν είχε πρόσβαση στη στάση του Αλίμου. Ούτε στη στάση της Αγίας Παρασκευής, δηλαδή, που βρίσκεται στην ευθεία της Σοφούλη. Γιατί, στη στάση της Αγίας Φωτεινής; είχε ποτέ πρόσβαση στη στάση της Αγίας Φωτεινής; ούτε σ' εκείνο το Αμφιθέατρο του Κατράκειου θεάτρου που είχε προχθές τη συναυλία.

Β.
Ο κύριος Σπύρος δε θα κοιμηθεί κι απόψε. Όχι γιατί θέλει να κρατήσει συντροφιά στη θλίψη του, αλλά γιατί θέλει να κάνει παρέα στη χαρά του.
Τι όμορφο συναίσθημα η χαρά!
Χα-ρά…
Λέξη με λίγες συλλαβές κι όμως θες να ξοδεύεις τις πιο πολλές ώρες της μέρας σου μαζί της.
Γ.
Σήμερα το βράδυ, ο κύριος Σπύρος δε θα κοιμηθεί. Όχι γιατί τον ανάγκασε και πάλι η θλίψη του να της κρατήσει συντροφιά. Της ζήτησε να βρει αλλού φιλοξενία γι' απόψε. Ίσως και για το επόμενο βράδυ. Ίσως και για την υπόλοιπη ζωή του.

Δ.
Σήμερα το βράδυ, ο κύριος Σπύρος δε θα κοιμηθεί, γιατί δε χορταίνει να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή του. Δε χορταίνει να διαβάζει τις λέξεις μία – μία κι ύστερα ν' ανοίγει τη βαριά πόρτα της ψυχής του, μ' ευκολία και να τους λέει:
- Καλως ορίσατε!
Ελάτε, περάστε μέσα.
Καθίστε όπου βρείτε.
Βολευτείτε, γεμίστε την!
Ξέρω, είναι λιγάκι σκοτεινά, μα σύντομα θ' ανάψουνε τα φώτα της.



Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Α.

Σήμερα το πρωί, ο κύριος Σπύρος υποδέχεται μια μέρα γιορτινή. Φαίνεται πως κάποιοι, επιτέλους, αγάπησαν και το δικό του παραμύθι. Εκείνο που η φαντασία του έπλασε, για να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος σε αυτό. Να πάψει πια να είναι ένας περιθωριοποιημένος κομπάρσος σε άσχημα παραμύθια άλλων.
Πολύ δύσκολος ο ρόλος του περιθωριοποιημένου κομπάρσου. Σε κάνει να αμφιταλαντεύεσαι για μια ζωή, σε ποιόν χαρακτήρα να δώσεις περισσότερη έμφαση. Σε εκείνον του ηθοποιού που πρέπει να μπει βαθιά στο ρόλο της ταινίας για να παίξει; ή σε αυτόν του θεατή που στέκεται, καθηλωμένος και παρακολουθεί τις εξελίξεις της, δίχως να του επιτρέπεται να μπει βαθιά στην ταινία, πετώντας μόνο μια – δυο λέξεις όποτε του ζητηθεί, χωρίς να του δίνεται μικρόφωνο για ν' ακουστεί η φωνή του;
Β.
Σήμερα το πρωί, το σπίτι του κύριου Σπύρου γέμισε με ευχάριστες νότες που αγκάλιασαν τους τοίχους του, χάιδεψαν τα πατώματά του. Τα έπιπλα έστησαν χορό στη μέση του σαλονιού. Τα μαραμένα λουλούδια ανθίσανε ξανά και τα βάζα στα ράφια, κρατούσαν το ρυθμό με το χειροκρότημά τους.
Γ.
Σήμερα το πρωί, το σπίτι του άνοιξε ξανά, τα παντζούρια των παραθύρων του κι οι ακτίνες του ήλιου, σαν περίεργες – κουτσομπόλες γειτόνισσες, επισκέφτηκαν το σαλόνι του.
Δ.
Σήμερα το πρωί, η ψυχή του άναψε τα πρώτα της φώτα στα συσκοτισμένα της δωμάτια.



Η ΟΡΜΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Α.
Σήμερα το απόγευμα, ο κύριος Σπύρος, μετά από πολύ καιρό, θα βγει, επιτέλους από το σπίτι του. Βλέπει τα παιδιά, ντυμένα καρναβάλια, να τρέχουν, σχεδόν χοροπηδώντας προς την είσοδο της Λεοντείου Σχολής και η χαρά τους ξεχυλίζει από τις φορεσιές τους.
Τελευταία Παρασκευή των αποκριών. Τελευταία εβδομάδα που περνάει άλλο ένα δικό του μαρτύριο. Το μαρτύριο των Αποκριών.
Απόκριες. Πόσο τον πληγώνει αυτή η γιορτή! Ακόμα και το άκουσμα αυτής της λέξης, φαντάζει σαν ένα μεγάλο καρφί που τρυπώνει στην καρδιά του. Τα καρναβάλια, τα πειράγματα των καρναβαλιστών μεταξύ τους, η διασκέδαση… πόσο του λείπει η διασκέδαση! Τα αποκριάτικα τραγούδια που φέρνουνε χορούς.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα κι αρχίζει να κυλά προς τη λεωφόρο Συγγρού, για να πάρει το λεωφορείο που θα τον πάει στην οδό Ακαδημίας.

Β.
Σήμερα το απόγευμα, ο κύριος Σπύρος, για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, έχει έναν λόγο ξανά, να βγει από το σπίτι του.
Γ.
Σήμερα το απόγευμα, ο κύριος Σπύρος, νοιώθει και πάλι πως αξίζει. Πως έχει κάτι κι εκείνος να προσφέρει.
Φαντασία!
Πόσο ανάγκη έχουμε από φαντασία! Σχεδόν είμαστε πλασμένοι να ζούμε σε χώρους και χρόνους φανταστικούς για να αντέξουμε. Κι ο κύριος Σπύρος έχει ταξιδέψει σε πολλούς τέτοιους χώρους και χρόνους.
Δ.
Το λεωφορείο έφτασε. Ο κόσμος στη στάση πολύς, μα τα χέρια βοηθείας ανύπαρκτα. Πολλά ζευγάρια μάτια κοιτούν εδώ κι εκεί. Χαζεύουν το τεράστιο πανό που έχει κρεμάσει το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου. Κάποιον κύριο που φωνάζει δυνατά στο σκύλο του, να τον ακολουθήσει. Μία παρέα από νεαρά κορίτσια που τρέχουν ν' ανεβούν στο λεωφορείο, ξεσηκώνοντας επιβάτες και περαστικούς με τα γέλια τους.
Τι σου είναι ο θόρυβος!
Τραβάει τα βλέμματα όλων, ακόμα κι αυτών που δε θέλουν να τον ακούσουν.
Και η ζωή συνεχίζεται γι' εκείνους κι ο κύριος Σπύρος δεν υπάρχει σε κανενός το οπτικό πεδίο.
Οι πόρτες του λεωφορείου κλείνουν κι ο κύριος Σπύρος, μένει μονάχος στη στάση ν' απορεί μ' αυτό το περίεργο είδος της φύσης που λέγεται άνθρωπος. Ν' απορεί και ν' απογοητεύεται. Σκέφτεται να γυρίσει πίσω. Μα σήμερα το απόγευμα, ο κύριος Σπύρος, δε θα το βάλει κάτω. Το ‘βαλε προχθές, παραπροχθές, την περασμένη Δευτέρα, εκείνο το Σαββατόβραδο.
Ε.
Σήμερα το απόγευμα, ο κύριος Σπύρος, αποφασίζει, δυναμικά να επιμείνει.
Να περιμένει για όσο χρειαστεί.
Να περιμένει, ώσπου να συναντήσει κάποιον που να φέρει δίκαια τον παρεξηγημένο αυτόν τίτλο του ανθρώπου.
«Μα ποιος τους χάρισε αυτόν τον τίτλο; Γιατί, σίγουρα κάποιος τους τον χάρισε. Αποκλείεται να τον κατέκτησαν με το σπαθί τους. Δε βλέπω να κρατούν σπαθιά για να παλέψουνε για τίποτα πια. Για το δίκαιο. Το ηθικά σωστό, ας πούμε. Αλλά μαχαίρια. Μόνο μαχαίρια, που μαχαιρώνουν, με περισσή ευκολία, οποιονδήποτε βρουν μπροστά τους. Έχουνε μάθει να τα χειρίζονται καλά».
Στ.
Το επόμενο λεωφορείο καταφτάνει. Ο κύριος Σπύρος κολλάει στην πόρτα. Οι πόρτες ανοίγουν. Ο κόσμος κατεβαίνει και τον προσπερνά.
«Εσύ δεν είσαι άξιος γι' αυτόν τον τίτλο. Ούτε εσύ, ούτε εσύ…ούτε κι εσύ που μόλις κλώτσησες, καταλάθος το καροτσάκι μου, με το πόδι σου, γιατί βιαζόσουν και δε γύρισες να μου ζητήσεις ούτε μια συγνώμη. Και καλά η «συγνώμη». Δε γύρισες να μου ρίξεις ούτε ένα βλέμμα. Όπως το βλέμμα εκείνης όταν με πρωτοκοίταξε.
Δεν έδειχνε οίκτο.
Καθόλου, όχι.
Δε χρειάζομαι οίκτο εγώ.
Γιατί να χρειάζομαι οίκτο;
Λίγο ενδιαφέρον χρειάζομαι, μονάχα.
Λίγη αγάπη.
Λίγη συντροφιά.
Σιχάθηκα τη συντροφιά της Μοναξιάς.
Σα βδέλλα έχει κολλήσει επάνω μου, για χρόνια και δε λέει, με τίποτα να ξεκολλήσει, η ρημάδα!
Δεν αγαπάει η Μοναξιά. Χαίρεται, που έχει κάπου να πάει για να ξοδέψει το χρόνο της, χωρίς να την απασχολεί, διόλου, ο χρόνος ο δικός σου».
Ζ.
Κι εκεί που συλλογιζόταν, ξαφνικά, ο κύριος Σπύρος, άκουσε την πιο ευγενική φράση που είχε ν' ακούσει καιρό.
- Χρειάζεστε βοήθεια, κύριε;
Μία ερώτηση απλή, με μόνο τρεις λέξεις, που όμως, ξεχύλλιζε από ανθρωπιά. Ξεχύλλιζε από ενδιαφέρον.
“Αυτός ναι! Αυτός, μάλιστα! Φέρει, δικαίως τον τίτλο του ανθρώπου. Είμαι σίγουρος πως θα είναι γραμμένος στο κούτελό του με τεράστια, κεφαλαία γράμματα”.
Γυρίζει το κεφάλι δεξιά. Δύο μεγάλα, κατάμαυρα μάτια τον κοιτούν. Όχι με οίκτο, όχι με συμπόνια, αλλά με σεβασμό.
Δύο κατάμαυρα μάτια…
Όπως τα μάτια εκείνης. Τέτοια μάτια δεν είναι δυνατόν να μην τα εμπιστευτείς. Είναι κατάμαυρα. Μαύρο χρώμα, καθαρό. Δεν είναι ούτε γαλαζοπράσινα που σε κάνουν να απορείς πια απόχρωση από τις δύο έχει τη μεγαλύτερη ισχύ. Η ψυχρή ή η θερμή τους απόχρωση; ούτε γαλάζια ή πράσινα, που κάνουν τα δικά σου μάτια ν' αλιθωρίζουν και να σε παραπλανούν. Δεν είναι ούτε καν καστανά, που μπέρδεψαν τα στοιχεία τους με κάποια άλλα που τους μοιάζουν και δεν μπορείς να ξέρεις την ταυτότητά τους.
Είναι μαύρο, καθαρό! Κάθε φορά που σε κοιτάζουν, κόρη και ίριδα ενώνοντε και γίνονται ένας μεγάλος καθρέφτης που αντανακλάται επάνω του η φιγούρα σου. Και νοιώθεις πως είναι εκεί γι' εσένα. Νοιώθεις την παρουσία τους, το ενδιαφέρον τους, το σεβασμό τους, την αγάπη τους.



Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Α.
Το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα του, στην οδό Σίνας κι ο κύριος Σπύρος δεν είχε προσέξει πως σε ολόκληρη τη διαδρομή, είχε δίπλα του εκείνη την ευγενική φωνή να τον συντροφεύει. Εκείνη την αγγελική μορφή, με το καθαρό βλέμμα, που άπλωσε τα δυο της χέρια κι άγγιξε την ψυχή του. Ήξερε πως θα τον βοηθούσε να κατέβει. Το ήξερε, γιατί για κάποιον λόγο τον είχε εμπιστευτεί.
Αφού τον κατέβασε από το λεωφορείο, άπλωσε ένα μεγάλο – πλατύ χαμόγελο, ως απάντηση στο “ευχαριστώ” του κύριου Σπύρου κι έφυγε, να συνεχίσει το απόγευμά του.
Δεν ήταν ένα απλό χαμόγελο, ήταν μεγάλο και πλατύ. Χαμογελούσαν τα μάτια του μαζί με τα χείλη του, τα μάγουλά του. Ένα χαμόγελο που έκρυβε ολόκληρη απάντηση: “Παρακαλώ, κύριε! Δεν κάνει τίποτα! Σας είδα, σας νοιάστηκα και θέλησα να σας βοηθήσω. Γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Βοηθούν ο ένας τον άλλον. Όχι, δε σας λυπήθηκα. Δεν ένοιωσα οίκτο, αλλά ενδιαφέρον. Καθαρό, ανθρώπινο ενδιαφέρον.
Β.
Ο κύριος Σπύρος τώρα κοιτάζει μπροστά. Μόνο μπροστά. Σ' εκείνο το μεγάλο κτίριο που βρίσκεται στη γωνία που σχηματίζουν οι οδοί Ακαδημίας και Σίνας. Στο κτίριο που υποδέχτηκε με αγάπη κι αγκάλιασε το παραμύθι του.
Παίρνει μια δεύτερη βαθιά ανάσα, για σήμερα κι αρχίζει να τσουλά, αυτή τη φορά αποφασισμένος ν' απλώσει κι αυτός τα δικά του χέρια και ν' αγγίξει το όνειρό του.
Γ.
Σήμερα οι λέξεις της φαντασίας, άρχισαν να αποκτούν σάρκα και οστά. Γιατί αυτό είναι το όνειρο κάθε φαντασίας, κάποια στιγμή να ενσαρκωθεί. Να βγει, επιτέλους κι αυτή στη σκηνή. Να πάψει πια να κρύβεται στα παρασκήνια σα μια τρομακτική φιγούρα που φοβάται ο κόσμος να την αντικρύσει.


Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Α.
Κι ο κύριος Σπύρος, καταφτάνει, επιτέλους έξω απ' το κτίριο. Κοιτάζει το ρολόι του. Έξι και μισή. Μισή ώρα αργότερα από το ραντεβού του. Αλλά είπαμε, σήμερα τ' απόγευμα ο κύριος Σπύρος δεν το βάζει κάτω. Είναι αποφασισμένος να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τ' όνειρό του. Να το αγγίξει, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση.
Κάνει μια μικρή προσπάθεια ν' ανέβει το μικρό σκαλοπατάκι της εισόδου και ναι, επιτέλους βρίσκεται μέσα στο κτίριο, χαρούμενος και περήφανος για την προσπάθειά του. Ώσπου, μία ανακοίνωση στην πόρτα του ασανσέρ, έρχεται και αρπάζει, απρόσμενα τη χαρά του.
“Ο ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑΣ ΔΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΓΙΑ ΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ”
- Δε λειτουργει;
Τι θα πει δε λειτουργεί;
Κι εμάς;
Εμάς μας σκέφτηκε ποτέ κανεις;
Ο κύριος Σπύρος, από εκεί που ένοιωθε χαρούμενος και περήφανος για τον εαυτό του, ξαφνικά, νοιώθει θυμωμένος και γι' άλλη μια φορά, αγανακτησμένος, περιθωριοποιημένος, παρατημένος. Παρατημένος και ξεχασμένος από την κοινωνία. Μια κοινωνία που φαίνεται πως παλεύει με νύχια και με δόντια να τον αποβάλλει από μέσα της, να τον ξεβγάλει. Όπως το κύμα ξρβγάζει από τη θάλασσα το κούτσουρο και το σπρώχνει συνεχώς, ώστε να μην ξαναμπεί. Και αν η θάλασσα κάνει πως το ρουφάει, έρχεται ένα τεράστιο κύμα και το πετάει πάλι στην αμμουδιά, αυτή τη φορά πιο μακριά, να μην μπορεί η θάλασσα να το φτάσει, ξανά.
Κοιτάζει πάλι την ανακοίνωση κι έπειτα κατεβάζει το κεφάλι και κοιτά τα πόδια του.
- Άιντε μωρέ, τι κάθεστε;
Σηκωθείτε.
Εν ανάγκη, συρθείτε. Έχουμε πολλά σκαλοπάτια ν' ανεβούμε. Τι, θα μας κόψει το δρόμο μια χαζοανακοίνωση;
Σηκωθείτε.
Γιατί δε σηκώνεστε;
Γιατί δε σηκωθήκατε ποτέ;
Γιατί μου τύχατε εσείς, σ' εμένα;
Γιατί;
Τι να σας κάνω βρε, μου λέτε;
Ούτε μια σκάλα δεν μπορείτε ν' ανεβείτε.
Χτυπάει με το χέρι του το δεξί του πόδι, λες και το προστάζει να ξυπνήσει, να κουνηθεί, να σπρώξει και τ' άλλο, να το ξυπνήσει κι αυτό, να νοιώσουνε μαζί τον πόνο του, την απογοήτευσή του.
Προς στιγμήν, σκέφτεται ν' αφήσει το καροτσάκι και να συρθεί μέχρι τον πρώτο όροφο. Μα με μια δεύτερη όμως σκέψη, αποφασίζει να κάνει άλλο ένα τεστ ανθρωπιάς, για σήμερα. Να βγει ξανά στην είσοδο, να χτυπήσει το κουδούνι και να ζητήσει βοήθεια. Ο θυμός και η αγανάκτησή του συσσωρεύοντσι στα δυο του χέρια που γυρίζουν τις μεγάλες ρόδες της αναπηρικής του καρέκλας προς τα πίσω κι έπειτα μπροστά, στρέφοντάς την προς την έξοδο του κτιρίου.
Δε γίνεται. Δεν ήρθε μέχρι εδώ σήμερα, για να αντικρύσει απλά ένα παλιόχαρτο να του λέει: “ Λυπάμαι κύριε, μα το όνειρό σας δε θα πραγματοποιηθεί και σήμερα, λόγω αναπηρικής καρέκλας”.
Τώρα βρίσκεται μπροστά στο θυροτηλέφωνο να το κοιτάζει. Παίρνει άλλη μια βαθιά ανάσα, την τρίτη για σήμερα τ' απόγευμα, απλώνει το χέρι του κι ακουμπάει το δάχτυλό του στο κουδούνι.
- Έλα βρε Σπυράκο, τι το σκέφτεσαι;
Πάτησέ το, το ρημάδι.
Για το καλό σου. Πάτησέ το.
Β.
Κι επιτέλους, το πατάει.
Μια γυναικεία φωνή ακούγεται, να ρωτά, ευγενικά, ποιος είναι. Ο κύριος Σπύρος δε λέει τίποτα. Νοιώθει πως θέλει να μιλήσει, όμως, για κάποιον λόγο δεν μπορεί. Λες και πριν από λίγο, κάποιος του κόλλησε τα χείλη, ώστε να μη δραπετεύσει κανένας ήχος.
Παρόλα αυτά, θέλει να μιλήσει. Να πει: “ Είμαι εγώ, ο Σπύρος Ιωάννου. Αυτός που καλέσατε να δείτε από κοντά, γιατί σας άρεσε το μυθιστόρημά μου. Ναι, είμαι εγώ, ο Σπύρις Ιωάννου και είμαι κατάκειτος. Και ο ανελκυστήρας σας δε λειτουργεί για να ανέβω στον πρώτο όροφο. Γι' αυτό και πήρα την πρωτοβουλία να σας χτυπήσω. Γιατί ζητώ βοήθεια και γιατί δε θέλω να φύγω επειδή δε λειτουργεί ο ανελκυστήρας σας.
Αγαπώ το μυθιστόρημά μου. Έκλαψα με κάθε σκέψη που έκανα γι' αυτό. Πόνεσα με κάθε λέξη που είδα να σχηματίζεται από τα πλήκτρα μου, στην οθόνη του υπολογιστή μου. Κι όταν έλαβα την απάντησή σας, εκείνο το μήνυμά σας…ένα μήνυμα που οι λέξεις του ξεπήδησαν από μέσα του, μαζί με την ορχήστρα τους και έκαναν καντάδα στην ψυχή μου, στ' αλήθεια, έκλαψα ξανά. Μα αυτή τη φορά από συγκίνηση, από χαρά.
Χα – ρά!
Ξέρετε πόσο υπέροχο φαντάζει το συναίσθημα αυτό μπροστά στη θλίψη, όταν, για χρόνια, περιμένει να την αντικαταστήσει; αλλά πού να ξέρετε; δεν το ξέρετε. Γιατί αν το γνωρίζατε, δε θα αφήνατε τον ανελκυστήρα σας χαλασμένο.
Ξέρω, ξέρω…θα μου πείτε:
“Μα, κύριε Σπύρο, εμείς…δε…”
Τι “δε…”;
Δε γνωρίζεται πως υπάρχουν κι εκείνοι οι άνθρωποι που ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους καθισμένοι, εγκλωβισμένοι σε μια αναπηρική καρέκλα; ή αυτούς τους αποκλείετε κι εσείς, με τον ίδιο σκληρό κι απάνθρωπο τρόπο που τους αποκλείουν και όλοι οι άλλοι;
Ξέρεις μαντάμ, εγώ μπορεί να βρίσκομαι σε αναπηρική καρέκλα, αλλά έχω πείσμα, έχω θέληση, εγώ.
Μη με απορρίπτεται, σας παρακαλώ!”
Γ.
Η φωνή απ' το θυροτηλέφωνο που τον ρωτά ξανά, έρχεται να διακόψει τις σκέψεις του. Προσπαθεί να μιλήσει. Να πει και σ' εκείνη όσα σκέφτεται. Να τα βγάλει από μέσα του, να ξεθυμάνει. Μα εκείνη η ρημάδα η φωνή του δεν ανεβαίνει. Δε λέει με τίποτα να φτάσει στο στόμα, να σπρώξει τα χείλη του ν' ανοίξουν, να βγει προς τα έξω, να εμφανιστεί, ντυμένη με ένα επίσημο, κολλαριστό, μαύρο κοστούμι, με παπούτσια καλογυαλισμένα και με το κεφάλι ψηλά και το κορμί στητό, να μιλήσει. Να φωνάξει, γεμάτη σιγουριά κι αυτοπεποίθηση:
“Είμαι κι εγώ εδώ κι ας βρίσκομαι τόσο χαμηλά. Μία ευκαιρία, έναν λόγο δώστε μου κι αμέσως, θα δείτε πως θα σηκωθώ. Το αναπηρικό μου καροτσάκι θα φορέσει το γιορτινό του μαξιλάρι, με τα πολλά χρώματα και οι ρόδες του θα ντυθούν με χρυσαφένια λάστιχα”.

Δ.
Η γυναικεία, ευγενική φωνή δεν ακούστηκε ξανά. Φαίνεται πως απομακρύνθηκε από το θυροτηλέφωνο.
Κάποιος δυνατός θόρυβος απ' το απέναντι πεζοδρόμιο καταφτάνει στ' αυτιά του, προσκαλώντας το βλέμμα του. Ένας ηλικιωμένος κύριος σε αναπηρικό καροτσάκι, φαίνεται πως έπεσε, στην προσπάθειά του να κατέβει το πεζούλι.
Γυρίζει το κεφάλι αριστερά και κοιτάζει στο ύψος που βρίσκεται η ράμπα κι αυτό, όχι γιατί ήταν σίγουρος πως θα υπήρχε ράμπα, αλλά γιατί την είχε προσέξει από πριν. Μία μεγάλη μηχανή βρίσκεται σταθμευσμένη ακριβώς μπροστά της.
Σπεύδει να βοηθήσει. Όχι πως του είναι εύκολο, μα γιατί είναι η πρώτη αντίδραση που του ήρθε στο μυαλό. Να βοηθήσει. Βλέπεις, την ίδια άχαρη ζωή μοιράζονται σε αυτόν τον κόσμο.
Όμως, ένα νεαρό παλικάρι τον προλαβαίνει. Φαίνεται πως θα ‘ναι κι αυτός από εκείνους τους ελάχιστους που έχουν γραμμένο τον τίτλο της ανθρωπιάς σε όλους τους τοίχους της ψυχής τους. Όχι, δεν έχουν απλώς έναν παραπλανητικό τίτλο γραμμένο στο μέτωπο. Γιατί εάν δεν τον φιλοξενήσεις πρώτα μέσα σου, δε θα γραφτεί ποτέ στο μέτωπό σου με καλλιγραφικά, κεφαλαία γράμματα και με μια μεγάλη, φωτεινή επιγραφή, για να φωτίζονται οι λέξεις, αλλά με μικρές, ανορθόγραφες λέξεις, γραμμένες με μολύβι, από έναν άσχημο γραφικό χαρακτήρα.
Ε.
Το νεαρό παλικάρι σηκώνει τον ηλικιωμένο κύριο. Σκύβει στο ύψος του, τον χαιδεύει τρυφερά στην πλάτη και τον ρωτάει εάν χρειάζεται κάποια άλλη βοήθεια. Ύστερα κάνει πως φεύγει, παραπατώντας στο πρώτο του, κιόλας, βήμα.
Φαίνεται ζαλισμένος.
Τι ζαλισμένος, δηλαδή, που εκείνος είναι…
Είναι κι αυτός από εκείνους τους απροσάρμοστους, τους παράξενους, τους διαφορετικούς, μα τόσο ευαίσθητους απέναντι στη ζωή.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα αν θεωρούνται διαφορετικοί επειδή είναι απροσάρμοστοι ή αν θεωρούνται απροσάρμοστοι επειδή είναι διαφορετικοί. Όπως, επίσης, δεν κατάλαβα ποτέ αν είναι απροσάρμοστοι γιατί έχουν ευαισθησίες ή αν γίνονται στην πορεία ευαίσθητοι, επειδή δεν μπορούν να προσαρμοστούν.
Ο συγκεκριμένος πάντως, φαίνεται πως έχει έναν δικό του τρόπο να προσαρμόζεται ή, τουλάχιστον να αντέχει όσα το μυαλό του αρνείται κατηγορηματικά να δεχτεί και δεν τον νοιάζει, έστω κι αν χρειάζεται να ταξιδεύει κάθε μέρα στη φαντασία και να την προσκαλεί να γυρίσουν μαζί στο χώρο και το χρόνο τον πραγματικό, απολαμβάνοντας στο δρόμο, το ταξίδι τους.


Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Α.
Ο κύριος Σπύρος κατεβάζει το κεφάλι και κοιτάζει ξανά τα πόδια του. Ύστερα τον ηλικιωμένο κύριο και πάλι τα πόδια του κι έπειτα το παλικάρι. Γυρίζει το πρόσωπό του στο θυροτηλέφωνο και χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να πάρει καμία βαθιά ανάσα, αυτή τη φορά, αποφασίζει να χτυπήσει το κουδούνι.
Και το χτυπάει.
Η ίδια γυναίκα ακούγεται να ρωτά ξανά, ποιος είναι. Μα αυτή τη φορά, η φωνή του κύριου Σπύρου, παίρνει την απόφαση να πάψει πια να παίζει κρυφτό. Ποιος ο λόγος, άλλωστε; νοιώθει πανέτοιμη να φορέσει το επίσημο κοστούμι της, να αρπάξει όποιο μικρόφωνο βρει μπροστά της, για ν' ακουστεί δυνατά, καθαρά και να μιλήσει.
Κι αλήθεια, μιλάει. Μιλάει με όλη της τη δύναμη και με όλο το θάρρος που βρίσκει μέσα της. Μιλάει κι εξηγεί, περιμένοντας κατανόηση, σεβασμό. Εξηγει, μα η φωνή απ' το θυροτηλέφωνο φαίνεται πως χρειάζεται το χρόνο της να ψάξει σε κάποιο λήμα λεξικού τη σημασία αυτών των ξεχασμένων ή άγνωστων γι' εκείνην λέξεων.
Για την ώρα, αρπάζει κι αυτή το μεγάλο και άκρως κοφτερό της μαχαίρι και κομματιάζει κάθε ίχνος χαράς που βρίσκει σε κάθε δωμάτιο της ψυχής του κύριου Σπύρου. Ύστερα, φεύγει, ικανοποιημένη για τη νίκη της, σβήνοντας πρώτα όλα τα φώτα.
Β.
Ο κύριος Σπύρος δε λέει τίποτα. Για λίγα δευτερόλεπτα, το μυαλό του επαναλαμβάνει τη φράση που έκανε το κορμί του, κυριολεκτικά, να αδειάσει από δύναμη κι από ενέργεια.
“Κάποιο λάθος έχει γίνει. Κάποιο λάθος. Γίνονται μωρέ τέτοια λάθη; γίνεται να έρχεται ένα βράδυ η χαρά στο σπίτι σου, να σου χτυπάει την πόρτα να της ανοίξεις, να την υποδέχεσαι, να τη γνωρίζεις κι έπειτα, την επόμενη ημέρα, να φεύγει, έτσι απλά, γιατί μπέρδεψε τα κουδούνια;”
Γ.
Ο κύριος Σπύρος δε λέει τίποτα πια. Δεν μπορεί να μιλήσει. Λες και αυτή τη φορά κατάπιε τη φωνή του και την έπνιξε με το σάλιο του, ώστε να μην ξαναβγεί.
Κατεβάζει το κεφάλι και κοιτάζει τα πόδια του. Το μυαλό του δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα πια. Το κορμί του έχει μουδιάσει. Τα μάτια του αδυνατούν να σηκώσουν το βλέμμα τους. Τα βλέφαρά του βαραίνουν.
- Λοιπόν, Σπυράκο, πες στην καρέκλα σου, να ξεχάσει τα χρυσαφένια της λάστιχα, ψυθιρίζει κι έπειτα αποκοιμιέται.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
(ΈΝΑ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ)
Α.
Από το πολύβουο, ψυχρό κι απρόσωπο κέντρο της Αθήνας, απογοητευμένος και μισοκοιμησμένος, τώρα ο κύριος Σπύρος βρίσκεται σ' ένα μεγάλο φωτεινό δάσος. Είναι νέος, περίπου 25 χρονών. Στάσου, δε βλέπω πουθενά να υπάρχει αναπηρικό καροτσάκι κι εκείνος είναι…ναι, είναι όρθιος. Περπατάει. Περπατάει και συλλέγει εικόνες και ευχάριστες μυρωδιές που γαργαλούν τις αισθήσεις του.
Μπροστά του ξεχωρίζει ένα κατακόκκινο λουλούδι, διαφορετικό από τα υπόλοιπα λουλούδια του δάσους. Θα πρέπει να είναι σπάνιο, γιατί δεν το έχει ξανασυναντήσει στη ζωή του. Ίσως να είναι και το μοναδικό από το είδος του που υπάρχει. Πλησιάζει δίπλα του και σκύβει για να το αγγίξει, να το μυρίσει. Τι υπέροχο λουλούδι; και τ' άρωμά του… μεθυστικό!
Ξαφνικά, το λουλούδι σκάει σα μια μεγάλη φούσκα και γεμίζει αίματα τα χέρια του. Το αίμα εξαφανίζεται γρήγορα, μα το λουλούδι από κόκκινο, βάφεται μωβ.
Σκύβει πάλι να το μυρίσει. Πού πήγε το μεθυστικό του άρωμα; τι απαίσια μυρωδιά που έχει τώρα;
Μία κυρία, ντυμένη στα λευκά, εμφανίζεται από το πουθενά. Τον πλησιάζει. Δεν ξεχωρίζει το πρόσωπό της. Κρατάει με τα δυο της χέρια ένα όμορφο, κόκκινο τριαντάφυλλο. Του το προσφέρει, ζητώντας από ‘κείνον να το ανταλλάξει με το μωβ λουλούδι. Να πάρει από κοντά του τη δυσοσμία που εκπέμπει.
Ο κύριος Σπύρος σαστίζει. Δείχνει καχύποπτος απέναντί της. Μα γιατί να θέλει να ανταλλάξει ένα τόσο όμορφο λουλούδι με κάποιο που, σε λίγο, ούτε το ίδιο το δάσος που το φιλοξενεί δε θα το θέλει;
Β.
Και μ' αυτή την ερώτηση, κατέληξε στην απόφαση που πήρε να τη διώξει και, φυσικά, να μη δεχτεί το κόκκινο τριαντάφυλλο. Σε λίγο μένει ξανά στο δάσος, καθισμένος σε μια αναπηρική καρέκλα αυτή τη φορά, να κοιτάζει το μωβ λουλούδι που του απέμεινε.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
(Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ)
Ο κύριος Σπύρος συνεχίζει να ονειρεύεται. Ώσπου, ένα τρυφερό άγγιγμα στην πλάτη, συνοδευόμενο με μια γλυκιά, οικεία, ευγενική φωνή, τον ξυπνάει.
Γυρίζει το κεφάλι του, ξαφνιασμένος. Δυο μεγάλα, μαύρα μάτια τον κοιτάζουν. Ναι, είναι τα μάτια εκείνης. Εκείνης της γυναίκας που, κάποτε πίστεψε σε αυτόν. Που λάτρευε να ταξιδεύει με συνοδοιπόρο τη δική του φαντασία, γιατί ταξίδευε σε άγνωστες πόλεις, που ξεχείλιζαν οι δρόμοι τους από μαγεία. Γιατί έτσι είναι η φαντασία. Όταν σε δει να βιώνεις την απόλυτη θλίψη, σε πλησιάζει και σου συστήνεται από μόνη της. Είναι βλέπεις που βρίσκει γόνιμο έδαφος να ανθίσει. Και γόνιμο έδαφος υπήρχε. Χώρος ελεύθερος στην ψυχή του κύριου Σπύρου δεν υπήρχε τότε και η χαρά δε βρήκε κενή θέση να καθησει. Ήταν πιασμένες όλες ακόμα, απ' το παρελθόν.
Παρόλα αυτά, η γνωριμία τους, θα αποτελεί γι' εκείνην την αφετηρία της νέας της ζωής ως διευθύντρια του δικού της εκδοτικού οίκου. Γιατί πάντα υπάρχουν στη ζωή μας άνθρωποι που μας εμπνέουν να ονειρευτούμε απ' την αρχή. Να δούμε και μία άλλη εκδοχή του ήδη υπάρχοντος ονείρου που διαδραματίζεται μπροστά μας. Κι αυτό ακριβώς ζητά, για δεύτερη φορά από τον κύριο Σπύρο. Να ονειρευτεί απ' την αρχή.
Ο κύριος Σπύρος, έπειτα από μία μέρα πορείας προς την ολοκλήρωση των πρωταρχικών του συναισθημάτων, της χαράς και της λύπης που χαιδέψανε και χαστουκίσανε, αντίστοιχα, το πρόσωπό του, εναλλάξ, φαίνεται πως έφτασε στην κορύφωση. Γιατί αν δε γνωρίσεις τη λύπη, πώς θα αναγνωρίσεις τη χαρά σαν έρθει, κάποτε να σου χτυπήσει την πόρτα; πώς θα την ξεχωρίσεις ώστε να την υποδεχτείς με ανοιχτές αγκάλες;
Εάν δεν πονέσεις στο ταξίδι σου, πώς θα ονομάσεις τον προορισμό σου, ευτυχία;

Ελίνα Δερμιτζόγλου


Περισσότερες πληροφορίες θα μάθουμε σε επόμενη ανάρτηση.
Την αγάπη μου, εκφραστικοί!

Σχόλια

  1. Ένα κυκλικό ταξίδι με την "χαρά" ως κύριο επιβάτη.
    Πολύ ενδιαφέρον και περιμένω τα περαιτέρω Κική μου.
    Καλή σου βδομάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα γλυκό και δημιουργικό κορίτσι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Aπιστευτα συγκινητικο! Παρολο που ηταν τεραστια αναρτηση τη ρουφηξα, δν με κουρασε καθολου! Γεματο μηνυματα! Ανυπομονω για τις λεπτομερειες!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. χαίρομαι που σου άρεσε Χριστινα μου και που δεν σε κούρασε.
      σκεφτόμουν αν έπρεπε να το βάλω σε δύο μέρη αλλά αποφάσισα να μπει ολοκληρωμένο για να μην χαθεί το ενδιαφέρον.

      φιλιά φίλη μου

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να

Σ’ αγαπώ πάρα πολύ

  Εγώ, σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Μπορώ να ακούω τους χτύπους της καρδιάς σου από χιλιόμετρα μακριά. Να τρέφομαι με τις σκέψεις σου για μέρες · αιώνια. Μπορώ να απολαμβάνω στα μάτια σου, φεγγαροστόλιστους ουρανούς και καταρράκτες, που στάζουν διαμάντια. Μπορώ να χορεύω ολονυχτίς στους ήχους της φωνής σου, και να γεύομαι κελαριστό κρασί από τα χείλη σου, τα μισοφαγωμένα.   Εγώ, σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Νιώθω τα συναισθήματά σου πριν βρούνε λέξεις για να εκφραστούν και διώχνω τους φόβους σου, πριν ο ίδιος τους ανακαλύψεις. Βλέπω τα θέλω σου, πελώρια σύννεφα, και ζωγραφίζω ήλιους, σε τόπους πεδινούς, που μυρίζουν μια νοσταλγική μυρωδιά που θυμίζει παιώνια.   Εγώ, σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Γίνομαι καλύτερη, γίνομαι δυνατότερη, γίνομαι μια εκδοχή που θαυμάζω.   Με νοιάζει ο κόσμος. Με νοιάζει η φύση. Με νοιάζει το αύριο. Με νοιάζει το μέλλον. Με νοιάζει η μουσική. Με νοιάζει το θέατρο. Με νοιάζει ο κινηματογράφος. Με νοιάζει ο χορός. Με νοιάζει η ζωγραφική. Με

ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

    Παραδοσιακοί χοροί Εύβοιας Εύβοια   Στο όμορφο νησί της Εύβοιας ο κορυφαίος χορός είναι ο καβοντορίτικος ή καλλιανιώτικος που χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο χορευτικό και μουσικό στυλ. Άλλοι χοροί του νησιού είναι ο συρτός και ο µηλωνιάτικος, παραλλαγή του συρτού χορού. Στην περιοχή χορεύεται ακόµα ο λεγόµενος όρθιος μπάλος (διαφοροποιείται από τον κυκλαδίτικο µπάλο) από ένα ή δύο ζευγάρια. Βόρειο Εύβοια   Στη Β. Εύβοια συναντάµε περισσότερο τους λεγόµενους στεριανούς χορούς όπως τσάµικα, καγκέλια, πατινάδες και συρτούς. Από τους πιο διαδεδοµένους χορούς ήταν ο Χειµαριώτικος, οργανική αργή µελωδία που παιζόταν και µε φύλλο από κοτσύκι ή άλλο δέντρο. Ακολουθούσε ο Συρτός, ο Τσάµικος και κάποιες φορές χορευόταν και το ηπειρώτικο Στα Τρία. Όσον αφορά το Συρτό, όταν παρατηρήθηκε (µε βάση τις καταγραφές) ότι οι µεγάλης ηλικίας άνθρωποι δεν κάνουν δύο διαδοχικά σταυρώµατα αλλά πάτηµα και άρση, ειπώθηκε ότι τα σταυρώµατα "τα κάναν οι δασκάλοι". Η τέχνη του