-Κώστας Καρυωτάκης, «Νύχτα»
“Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε
Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει
Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν’ άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν’ άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.
Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.
Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα ‘πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα ‘πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.
Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ’ ακούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ’ ακούνε
Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.”
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.”
-Πάμπλο Νερούντα, «Τη νύχτα σ’ ένα νησί»
(από τα 100 ερωτικά σονέτα)
“ Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί. Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή
και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά, στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το
δικό μου και στη σκοτεινή θάλασσα με έψαχνε όπως πρώτα υπήρχες όταν δεν
ακόμα, όταν χωρίς να σε διακρίνω έπλεα στο πλάι σου, και τα μάτια σου
έψαχναν αυτό που τώρα – ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό – σου δίνω με γεμάτα
χέρια, γιατί εσύ είσαι το κύπελλο που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου όλη τη νύχτα, ενώ η
σκοτεινή γη γυρίζει με ζωντανούς και νεκρούς, και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου. Ούτε η νύχτα, ούτε
ο ύπνος μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα με το
στόμα σου βγαλμένο από τον ύπνο να μου δίνει τη γεύση από τη γη, από τη
θάλασσα, από τα φύκια, από το βάθος της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί
σου μουσκεμένο από την αυγή σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.”
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του — εκεί.
III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!
IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ’ τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ’ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ’ το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.
Μια Νύχτα
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
KABAΦΗΣ
Νύχτα σε άκρα σιωπή
Αν ακούγονταν ήχος , δε θάταν παρά
οι αχτίδες που κρέμονταν. Τι είναι φωνή;
Σε θυμάμαι που μίλαγες. Συλλογίζομαι τώρα
πως μες στη φωνή του πουλιού και τ’ ανθρώπου
καθρεφτίζεται ο ήλιος.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ