Εγώ θα σου μιλήσω για τον Φιλάδελφο «Λεμοάνη».
Τον οραματίστηκα, σαν έναν τραυματισμένο στρατιώτη - πoυ διώχθηκε - επειδή αναζητούσε την αγάπη.
Γεμάτος πληγές - από έναν ποταμό – πνιγμένη, την ανέσυρε.
Με το φιλί της ζωής, την έκανε βασίλισσα και το στέμμα της, ήταν γεμάτο με λευκά άνθη.
Μόνο άνθη.
Χρυσός και ζαφείρια πουθενά.
Στην κοίτη του ποταμού κάποιοι είπαν πως είδαν πολύτιμους λίθους να επιπλέον, ο στρατιώτης όμως δεν ενδιαφέρθηκε. Μήτε η κόρη. Τους έφτανε, η Αγάπη. Η Αγάπη μεταμορφωμένη από πηλό, σε ένα φόρεμα και σε ένα τούλι. Σε μια βέρα και σε ένα όνειρο. Ένα όνειρο μέσα στο όνειρο.
Έχει θαμνώδες, σφαιρικό σχήμα η ένωση και τα κλαδιά της ευτυχίας είναι πάντα λυγισμένα προς τα έξω, σαν να αναζητούν μια ακόμη συγκίνηση, μια ευγενική θαλπωρή.
Φιλάδελφος λοιπόν ένας ενδημικός, λεπτεπίλεπτος, φυλλοβόλος θάμνος που στολίζει τα μαλλιά σου, τα μαλλιά μου, τα μαλλιά των Αγγέλων, των θνητών!
Φιλάδελφος λοιπόν, Λεμοάνης ο ανατρεπτικός.
Ο φεύγων των εχόντων
Ο αγαπημένος
Ο εναρμονισμένος των δεσμών
Ο θύλακας των ισοβίων
Βίος, ο επουράνιος
Ο ευλογημένος
Σύμβολο μέγα μυστηρίου
Σύμβολο υπαινιγμών
Ένας μεγάλος οικοδεσπότης
Ο δικός μας οικοδεσπότης
Σήμερα ζούμε ένα παραμύθι
Το δικό μας παραμύθι
Μια οπτασία γεμάτη χρυσόσκονη
Αγνότητα λέγεται θαρρώ.
Αγνή είναι άλλωστε η Αγάπη
Η ιερή αγάπη
Η αληθινή
Η γνήσια ανάγκη, η επιτακτική
Το μέγα συναίσθημα
Και το μέγα μυστήριο
Υπηρέτης ο Φιλάδελφος ή αλλιώς, ο Λεμονανθός.
Δότης στεφάνων
Δότης μαλλιών
Μα κυρίως, δότης στιγμών ευτυχίας και αγάπης.
Αληθινής αγάπης
Παντα αληθινής και πάντα αγάπης
Μια χαραμάδα κι μια ουτοπία
Μία κολώνα και ένα φράγμα
Ένα φράγμα τεχνητό μα δίχως αυτό, όλα ρευστά και επικίνδυνα.
Μαζί του μια λίμνη και ένα φεγγάρι και ένα αστέρι.
Πάντα ένα αστέρι γαλάζιο που κατοικεί σε ένα βαθύ πηγάδι.
Μα ποιός μίλησε για ουτοπία;
Μέσα στην λίμνη κυνηγάμε όνειρα
Τρελά όνειρα
Άπιαστα όνειρα
Άυλα όνειρα
Άσβηστα όνειρα
Και….
Ηρεμία
Μια φλόγα
Μια ανάγκη
Μια μικρή προσμονή
Ο στρατιώτης και η κόρη, βλαστοί έγιναν.
Κουκούλι μιας προνύμφης η μελλοντική ευτυχία.
Κρατώ ένα κλειδί και ένα ρόδι
Μα θύμησέ μου, ποιος μίλησε για ουτοπία;
Ο Αρκτούρος ομιλεί
Ευλογεί την Αγάπη σαν ένα παθιασμένο σύννεφο.
Μελοποιεί την Αγάπη σαν ένα ματωμένο φεγγάρι.
Υμνεί την Αγάπη σαν ένα λευκό ερπετό.
Αγνό ερπετό
Άκακο
Παρεξηγημένο
Μόνο του, σε έναν δύσκολο και φοβισμένο κόσμο που ξεσπά πάνω του, μια μανία ανεξήγητη.
Και εκείνο…
Επιμένει να κοίτα και να έρπετε
Πάντα έρπετε.
Εχθές βράδυ τρία ρύζια βρέθηκαν αιχμάλωτα σε έναν κισσό που φύτρωσε δίπλα από μία ερειπωμένη εκκλησία.
Κάτι ξεχασμένες λευκές κορδέλες κρατούσαν αγκαλιά τον Λεμοάνη.
Το καμπαναριό μισογκρεμισμένο και η καμπάνα, χιλιάδων χρόνων.
Όλα ένα στεφάνι πράσινο και όλα, μέσα σε ένα κίτρινο κάδρο να ζωντανεύουν άγνωστες παροικίες.
Η κόρη και ο στρατιώτης.
Πάντα μαζί και πάντα ρόλοι.
Μήτε ποτάμι να κυλά, μήτε χρυσός και ζαφείρια.
Όλα πέτρες και ένα τούβλο
Ένα τούβλο που φιλοξενεί εντός και εκτός τον Λεμοάνη
Σπίτι του έγινε. Τέχνασμα-
Δώσε μου φτερά, τα έχω ανάγκη.
Και σε παρακαλώ, πριν τα ξεχάσεις όλα, θυμήσου:
«Ποιός μίλησε για ουτοπία;»
Ο Λεμοάνης εκοιμήθη.
Τα αστέρια έπλεξαν κι απόψε, τη Ματζόρε συγχορδία.
~~ Λεμονανθός – Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ