Αγάπησε καθετί σκουριασμένο και άψυχο, προσφέροντας του έτσι την πιο λαμπρή ουτοπία. Βρήκε τον εαυτό της μέσα στα ερείπια, τον σκότωσε και τον αναγέννησε ξανά και ξανά. Τώρα, εδώ, είχε έρθει για να τα αποχαιρετήσει. Έπρεπε να τα αποχωριστεί κι αυτά. Κι αυτό την πονούσε, όμως τα ίδια τα πλοιάρια, της έδειξαν τον δρόμο.
" «Νεκροταφείο πλοίων και ονείρων», ακούστηκε η γλυκιά φωνή της λυγερόκορμης γυναίκας που βάδιζε φαινομενικά αμέριμνη, κατά μήκος της παραλίας που είχε ονομαστεί «νεκροταφείο πλοίων» εδώ και πολλά χρόνια.
Εκεί είχαν καταλήξει όλα τα σκουριασμένα και αχρηστευμένα καράβια.
Όλα εκεί, μπροστά της, να τα κοιτάζει και να την ηρεμούν.
Γαλήνια, να την ταξιδεύουν.
Είχε πολύ καιρό που ερχόταν σε αυτό το μέρος,
Αυτό το τοπίο, παρόλο που ήταν γεμάτο σκελετούς πλοίων, σκουριασμένα σίδερα, άχρηστα αντικείμενα, σάπια ξύλα, μουχλιασμένα κατάρτια, μισοβυθισμένα ή βυθισμένα πλοία που τα παράτησαν εκεί και τα έκαναν φωλιά για διάφορα ζώα, πουλιά και σκουπίδια, εκείνη την έκανε να νιώθει μια απροσάρμοστη γαλήνη.
Στην αρχή, όταν είχε ανακαλύψει το μέρος αυτό και το έκανε προσωρινό και στη συνέχεια μόνιμο καταφύγιό της, φοβόταν μα στη συνέχεια έγινε μέρος του.
Άρχισε να μιλεί με τα σάπια σκαριά.
Άρχισε να γεύεται την απεριόριστη αλμύρα τους.
Άρχισε να ακούει τις ιστορίες που είχαν να της διηγηθούν.
Πολλές φορές χάιδευε τα χαλασμένα και τρύπια κατάρτια και τις κουπαστές τους.
Κάποια πανιά και κάποια δίχτυα, τα έκλεινε στην αγκαλιά της.
Έρχονταν και γλάροι και άλλα πουλιά και της έκαναν παρέα.
Μια φορά είχε έρθει και ένας σκύλος.
Την κοίταξε και έφυγε τρέχοντας.
Χαμογέλασε εκείνη.
Έφτασε στο σημείο να συνομιλεί μαζί τους και να την συμβουλεύουν.
Άρχισε να βλέπει, ορατά μπροστά της, τις ιστορίες που τις διηγούνταν τα άψυχα κατά τα άλλα, σκαριά.
Είχε φτάσει στο σημείο να ακούει ψιθύρους των ανθρώπων που κάποτε τα κατοίκησαν ταξιδεύοντάς τα, πολλές φορές άκουγε και την «βοήθεια», από όσους είχαν κινδυνέψει, είχε τύχει να δει και τις πνιγμένες ψυχές να επιπλέουν στον αφρό και έπειτα να αναδύονται με ένα λευκό αλμυρισμένο σύννεφο στον αέρα.
Είχε δει και τα πλοία να τα καταπίνει η θάλασσα και έκλαιγε μαζί τους.
Όλα αυτά την φόβιζαν στην αρχή, μα στη συνέχεια, όταν κατάφερε να κατανοήσει την ενδόμυχη επικοινωνία, αγάπησε ακόμη και ότι την φόβιζε.
Αγάπησε καθετί σκουριασμένο και άψυχο, προσφέροντας του έτσι την πιο λαμπρή ουτοπία.
Βρήκε τον εαυτό της μέσα στα ερείπια, τον σκότωσε και τον αναγέννησε ξανά και ξανά.
Τώρα, εδώ, είχε έρθει για να τα αποχαιρετήσει.
Έπρεπε να τα αποχωριστεί κι αυτά.
Κι αυτό την πονούσε, όμως τα ίδια τα πλοιάρια, της έδειξαν τον δρόμο.
Της έδωσαν τη δύναμη να μη λυγίσει.
Ένα λευκό μαντήλι έβγαλε από μια εσωτερική τσέπη του πανωφοριού της.
Συγκινημένη, το τοποθέτησε σε ένα μικρό, λευκό καράβι που το έλεγαν «Ιφιγένεια».Ήταν τόσο μικρό, τόσο αγνό, τόσο λευκό, το είχε κατά κάποιον τρόπο, υιοθετήσει.
Το αγάπησε εξαρχής, τόσο μικρό καράβι και να βρισκόταν εκεί.
Και δεν είχε καν σκουριάσει. Δεν έμοιαζε να έπρεπε να ανήκει εκεί.
Σαν κάποιος να το πέταξε χωρίς να του άξιζε.
Με εκείνο, δέθηκε περισσότερο.
Αγκάλιασε το κατάρτι του και το φίλησε ελαφρώς.
Συγκινημένη το χάιδεψε για τελευταία φορά, κοίταξε όλα τα καράβια, όλο αυτό το σκηνικό εγκατάλειψης και σκουριάς που έβλεπε μπροστά της και ένιωθε να αγαπάει ακόμη περισσότερο αυτό το τοπίο.
Ένιωσε χιλιάδες ευχές να λούζεται από όλα τους και αστείρευτη δύναμη να γεμίζει τα σωθικά της.
Έκλεισε τα μάτια και εισέπνευσε όλη την αλμύρα.
Τα άνοιξε και όλα έμοιαζαν καλύτερα πια.
Περισσότερο, συνειδησιακά συνειδητοποιημένα.
Έφυγε από το σημείο και δεν την πείραζε καθόλου που τα γυαλιστερά, ακριβά παπούτσια της και το θαυμάσιο, δαντελένιο τελείωμα του φορέματός της, βυθιζόταν σε λάσπες και λερωνόταν. Σε κάποια στιγμή κάπου βρήκε και σκίστηκε. Χαμογέλασε γιατί ήθελε να αφήσει ένα δικό της κομμάτι εκεί.
Τα έβλεπε όλα ξάστερα και όσο απομακρυνόταν τόσο γέμιζε δύναμη.
Τα σκουριασμένα καράβια της, σας ένας άυλος μπόγος, ήταν μαζί της."
~~ Η Αγάπη Δηλώνει Απών - Κική Κωνσταντίνου
Photo credit: Alexandra Mouriopoulou
Τοποθεσία: Kως
Ευχαριστούμε πολύ!!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ