Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λάκης, ο παπαγαλάκης (ένα παραμύθι που άργησε να ολοκληρωθεί) - τα τέσσερα πρώτα μέρη του

Εκφραστικοί μου, καλημέρα.

Πριν πολλά χρόνια, εν έτη 2013, ξεκίνησε ένα παραμύθι το οποίο παρόλο που το αγάπησα πολύ, δεν κατάφερα να ολοκληρώσω. Το σκέφτομαι χρόνια, αποφάσισα φέτος, να του δώσω το τέλος που μου ζητά και του αξίζει.

Ωστόσο, για να το θυμηθείτε κι εσείς και φυσικά να το διαβάσετε οι νέοι φίλοι που ήρθατε μετά το 2013 στο μπλοκ μου, σας παραθέτω τα τέσσερα πρώτα μέρη του (το έγραψα και το ανέβαζα ως συνέχειες όπως έκανα εκείνα τα χρόνια) και εύχομαι να το αγαπήσετε και να σας αρέσει..

 

Λάκης, ο παπαγαλάκης

 

 


 

 

Ο κυρ Θανάσης ξεκλείδωσε βιαστικά το pet shop που διατηρούσε εδώ και χρόνια στην Eρμού και πλησίασε με γοργά βήματα ένα όμορφο διώροφο μπρονζέ κλουβί, μέσα στο οποίο κατοικούσε εδώ και ένα χρόνο ένα όμορφο πρασινωπό με κίτρινες μικρές πιτσιλιές παπαγαλάκι.

«Καλημέρα αφεντικό, του είπε με αγορίστικη νεανική φωνή.

«Τι κάνεις Λάκη;» το ρώτησε χαμογελώντας.

«Βαριέμαι ως συνήθως» απάντησε κρύβοντας την έντονη δυσαρέσκεια που είχε στο πρόσωπο του κάτω από τη μεγαλοπρεπή φτερούγα του.

«Νομίζω πως κάτι μπορώ να κάνω γι αυτό», αποκρίθηκε χαμογελώντας τρυφερά και η φτερούγα του Λάκη ελευθέρωσε μονομιάς το πρόσωπό του, τεντώνοντας συνάμα τα αυτιά του για να ακούσει τι είχε να του πει το αφεντικό.

«Αύριο θα έρθουν νέα ζωάκια στο κατάστημα και φοβάμαι πως θα χρειαστεί να μοιραστείς το κλουβί σου με κάποιο άλλο παπαγαλάκι. Ε, αφού θα έχεις παρέα δε θα βαριέσαι πια τόσο πολύ.»

«Ποτέ! Ποτέ δε θα μοιραστώ το κλουβί μου με κάποιον άλλο! Μου αρέσει να ζω μόνος!» Τόνισε πεισματικά και με περήφανο στυλ πρόσταζε το ράμφος του επιβλητικά.

Ο κυρ Θανάσης χαμογέλασε κοιτώντας το όμορφο μα και λίγο ματαιόδοξο παπαγαλάκι.

«Καλά καλά, θα φροντίσω να είναι παπαγαλίνα. Μια όμορφη παπαγαλίνα θα είναι ότι πρέπει για σένα» απάντησε χαμογελώντας τρυφερά και κατευθύνθηκε προς το ξύλινο γραφείο του που κοσμούσαν δεκάδες αναρίθμητα φυλλάδια.

«Ωωωω και εγω τώρα πρέπει να χαρώ; Και γυναίκα και συγκάτοικος; Μα είναι τόσο μικρό αυτό το κλουβί…» φώναξε μα απάντηση δε πήρε.

Το κλουβί σε καμία περίπτωση δεν ηταν μικρό, αντίθετα ηταν το μεγαλύτερο και επειδη ο κυρ Θανάσης έτρεφε μια ιδιαίτερη αδυναμία για τον Λάκη, του είχε προσφέρει από την αρχή αυτό το άνετο κλουβί με την ελπίδα να του προσφέρει μια καλή ζωή, όσο πιο καλή τουλάχιστον μπορούσε.

Η αλήθεια είναι πως ο Λάκης ηταν το πιο αξιαγάπητο ζώο μέσα σε όλο το κατάστημα, είχε κάτι μοναδικό, είχε κάτι μαγικό επάνω του, καταρχάς μπορούσε να μιλάει δίχως καν ποτέ να έχει εκπαιδευτεί και κατά δεύτερον είχε μια αλλιώτικη δική του ομορφιά. Έμοιαζε και σα παπαγάλος και σαν αηδόνι μαζί.

Παράξενο θα έλεγε κάποιος αλλα ποιός είπε πως τα παράξενα δεν είναι όμορφα και μαγικά συνάμα;

Την επόμενη κιόλας μέρα τα νέα ζώα έφτασαν και μια τροφαντή πορτοκαλί παπαγαλίνα με αυτάρεσκο βλέμμα βρέθηκε να μοιράζεται το ίδιο κλουβί και την ίδια «κούνια» με τον Λάκη.

Ο Λάκης την επεξεργάστηκε καλά καλά και χάρηκε όταν διαπίστωσε το πόσο όμορφη ηταν αλλα το σνομπ του χαρακτήρα της τον έκανε να αισθάνεται πολύ μειονεκτικά απέναντί της.

Ήθελε πάρα πολύ να της μιλήσει μα δίσταζε. Θυμήθηκε πως αντέδρασε εκείνη στην πρώτη τους γνωριμία και θύμωσε που επέτρεψε στον εαυτό του να πέσει τόσο χαμηλά.

Εκείνος την υποδέχτηκε θερμά, με όμορφα τιτιβίσματα, κουνώντας μεγαλοπρεπώς τις όμορφες φτερούγες του και κουνώντας το ράμφος του γλυκά και αντί να του πει έστω ένα «καλημέρα», ανέβηκε πάνω στη «κούνια», γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά πρόσταξε το ποπό της προς τον Λάκη και το όμορφο και περήφανο κεφάλι της έμεινε για αρκετή ώρα γυρισμένο να κοιτά προς την έξοδο.

«Εεε είμαι ο Λάκης, ξέρεις καλό θα ηταν να γνωριστούμε και να μιλάμε τώρα που θα μένουμε μαζί» Τραύλισε διστακτικά για να εισπράξει ένα αγριεμένο βλέμμα.

«Χάρηκα….» συνέχισε με τόλμη τεντώνοντας προς τη πλευρά της τη μία του φτερούγα.

Η πορτοκαλί παπαγαλίνα μούγκρισε και με μια αστραπιαία κίνηση βρέθηκε στον επάνω όροφο του κλουβιού και κρύφτηκε μέσα στις φτερούγες τις προφανώς για να κοιμηθεί.

 

 

Εκείνο το πρωινό ο Λάκης ξύπνησε κακόκεφος. Κάτι τον ενοχλούσε. Προσπάθησε ξύνοντας με τη φτερούγα το κεφάλι του να θυμηθεί αν τον είχε ταλαιπωρήσει κάποιο κακό όνειρο μα μάταια, δε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.

          Με την άκρη του ματιού του είδε τη πορτοκαλί παπαγαλίνα να τον λοξοκοιτά και σχεδόν χαμογέλασε όταν κατάλαβε πως τον κοιτούσε με τέτοιο τρόπο επειδή δεν ήθελε να τη δει να τον κοιτά.

          Σηκώθηκε μονομιάς και απλώνοντας τα μεγαλοπρεπή φτερά του προσγειώθηκε επάνω στη μπλε κούνια και κάθισε δίπλα της.

          Εκείνη με αυτάρεσκο βλέμμα, σήκωσε το ράμφος προς τα πάνω, πρόσταξε προς τα έξω το στέρνο και γύρισε το κεφάλι προς την άλλη μεριά θέλοντας να του δείξει πως η παρουσία του δίπλα της ήταν παρείσακτη.

          Ο Λάκης έβηξε απαλά στη προσπάθειά του να «πνίξει» το γέλιο που ήταν έτοιμος να «ρίξει» και τότε η παπαγαλίνα κουνώντας το κεφάλι και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια επιδεικτικά αναστέναξε βαθιά με τέτοιο τρόπο που ήταν σα να μην τον άντεχε δίπλα της.

          «Είσαι ψηλομύτα, είσαι ψηλομύτα» της φώναξε χαρωπά και έκανε κωλοτούμπες χτυπώντας παλαμάκια με τις φτερούγες του.

          «Εεεε Λάκη, τί κάνεις; Τί πράγματα είναι αυτά; Αυτές οι πράξεις δεν αρμόζουν σε έναν κύριο» Ακούστηκε η βραχνή φωνή του κυρ Θανάση.

          «Συγνώμη αφεντικό αλλά αυτή το παίζει σπουδαία και με νευριάζει. Τόσες μέρες μου συμπεριφέρεται σα να είμαι ένα μηδενικό. Ε δεν αντέχω άλλο πια.» Απάντησε με παιδικό αυθορμητισμό ο Λάκης.

          «Η Σόνια είναι μια κυρία και στις κυρίες πρέπει να συμπεριφερόμαστε ανάλογα» Συνέχισε ο μεσόκοπος άντρας.

          Η Σόνια έχοντας το κεφάλι στραμμένο από την άλλη μεριά και έχοντας στο πρόσωπό της ζωγραφισμένη τη γνωστή της περηφάνια αρκέστηκε στο να υψώσει περισσότερο το τρίχωμα της κεφαλής της.

          «Δεν την αντέχω αφεντικό, να τη βάλεις σε άλλο κλουβί. Είναι κακιά και ψηλομύτα. Τόσες μέρες εδώ και δε μου εχει πει λέξη. Μου συμπεριφέρεται λες και είμαι δουλικό της. Δε τη θέλω, δε τη θέλω, να τη πας αλλού» Φώναξε πεισματικά και τα μικρά του ποδαράκια χοροπηδούσαν ακαταύπαστα επάνω στη μπλε κούνια.

          «Ούτε εγω σε θέλω αχρείε!  Άχρηστε! Είσαι ένας βλάκας!» Είπε η πορτοκαλί παπαγαλίνα με τη γλυκιά και καθάρια φωνή της και πνίγοντας ένα μικρό μουγκρητό, του δίνει μια δυνατή σπρωξιά στο στέρνο και ανέβηκε στο δεύτερο όροφο για να κουρνιάσει σε μια γωνία.

          Μονομιάς σκέπασε το πρόσωπό της με τις όμορφες φτερούγες τις και ο Λάκης έμεινε ξαφνιασμένος στο κάτω όροφο να κοιτά αποσβολωμένος το αφεντικό του και να χαϊδεύει απαλά το πονεμένο του στέρνο.

          «Πονάς Λάκη;» Ακούστηκε η ξαφνιασμένη φωνή του κυρ Θανάση.

          Ο παπαγάλος αρκέστηκε στο να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του.

          «Εμ αυτά παθαίνουν όσοι κοροϊδεύουν τις γυναίκες!» Του απάντησε περιπαιχτικά.

          «Γυναίκα αυτή; Δε της φαίνεται» Ειρωνεύτηκε ο πονεμένος Λάκης.

          «Δώσ' της χρόνο φιλαράκι!» Του είπε ο κυρ Θανάσης και το κουδούνισμα της πόρτας προμήνησε πως κάποιος άνθρωπος τους είχε μόλις επισκεφτεί.

Κι ο καιρός περνούσε χωρίς καμία αλλαγή.

Η Σόνια το ίδιο απόμακρη και ψυχρή όπως συνήθιζε να είναι από την αρχή και ο Λάκης ιδιαίτερα αμήχανος που μοιραζόταν το όμορφο κλουβί του με μια τόσο όμορφη μα παγερή παπαγαλίνα.

        «Ευτυχώς που το κλουβί είναι μεγάλο και διώροφο και μπορώ να ζω χωρίς να τη βλέπω συχνά. Η ζωή είναι ανυπόφορη μαζί της» έλεγε και ξαναέλεγε με τη σκέψη του μυαλού του.

          Με τη συνηθισμένη καθημερινή ρουτίνα λοιπόν πέρασε ενάμιση μήνας.

   Οι κουβέντες τους ηταν ελάχιστες έως και μηδαμινές. Οι στιγμές αμηχανίας έντονες και τα κρυφοκοιτάγματα ποικίλας δράσης….

          Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στη ζωή τους και οι 3 τελευταίες μέρες ηλιόλουστης ζεστασιάς είχαν χαρίσει απλόχερα ένα κύμα απροσάρμοστης χαράς στο Λάκη που δεν ήξερε πώς και πού να τη διοχετεύσει.

              Η Σόνια εν αντιθέσει αυτές τις μέρες με αποκορύφωμα τη σημερινή έδειχνε πολύ λυπημένη και δυστυχισμένη.

          Θα έλεγε κανείς ότι είχε χάσει όλη της τη δύναμη, όλη της την ενέργεια και το σνομπισμό του χαρακτήρα της.

          Κοίταζε έξω από το παράθυρο τις όμορφες μέρες, το κόσμο που περνοδιαβούσαν χαρούμενοι, τα δέντρα που είχαν ανθήσει, τα ελεύθερα πουλιά που μεσουρανούσαν στο καθάριο γαλάζιο ουρανό…. και εκείνη έδειχνε τόσο μα τόσο στεναχωρημένη και αδύναμη.

       Ο Λάκης είχε παρατηρήσει πως η άλλοτε ευτραφής παπαγαλίνα τις τελευταίες μέρες ακουμπούσε ελάχιστα το φαγητό της και είχε χάσει σημαντικό βάρος.

       Θα ήταν χαζός αν δε καταλάβαινε, ότι κάτι σοβαρό της είχε συμβεί.

          Στην αρχή χάρηκε που την έβλεπε να καταρρέει και να χάνει τον σκληροτράχηλο χαρακτήρα της, όμως τις επόμενες ημέρες άρχισε να νοιώθει πολύ στεναχωρημένος και κουρασμένος συνάμα που έβλεπε και ένοιωθε πια τη δυστυχία της Σόνιας.

          Εκείνο λοιπόν το μεσημέρι κοιμήθηκε ελάχιστα όταν ξύπνησε σαν κάποιος να είχε ταρακουνήσει μόλις το κλουβί του.

          Με την άκρη του ματιού του είδε τη πορτοκαλί παπαγαλίνα να κάθεται στην άκρη της μπλε κούνιας και να ατενίζει με το βλέμμα της τον καθάριο ουρανό ενώ με την άκρη της φτερούγας της σκούπιζε τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό της.

          Δίχως να το καλοσκεφτεί, με ένα απότομο πέταγμα βρέθηκε κοντά της και χωρίς να της μιλήσει, ακούμπησε με τις δυο του φτερούγες του, το πίσω μέρος της κεφαλής της.

      Εκείνη δεν αντέδρασε. Αυτό παραξένεψε αλλά κυρίως χαροποίησε το Λάκη.

        Έμειναν έτσι για λίγα λεπτά και πρώτος ο Λάκης έκοψε την ησυχία του κτιρίου.

        «Τι έχεις; Τις τελευταίες μέρες δεν είσαι καλά…»

       «Καλά είμαι…» αποκρίθηκε εκείνη προσπαθώντας να ξαναβρεί το σκληρό χαμένο της εαυτό.

       «Μα το βλέπω πως δεν είσαι καλά. Ορίστε, σήμερα σε είδα να κλαις…», συνέχισε κάπως διστακτικά.

          Η παπαγαλίνα δε μίλησε…

      «Αν μου πεις τι έχεις, ίσως καταφέρω να σε βοηθήσω», συνέχισε ο Λάκης πιο σίγουρος αυτή τη φορά για τον εαυτό του.

        «Κοίταξέ τα, ταξιδεύουν» αποκρίθηκε με παραπονεμένο βλέμμα και με τη φτερούγα της τον προέτρεψε να κοιτάξει τα χιλιάδες πουλιά που πετούσαν ψηλά στον ουρανό.

     «Ε και;» Ρώτησε ο Λάκης μη μπορώντας να καταλάβει τι εννοούσε με αυτή τη προτροπή της.

      «Είναι ελεύθερα, Λάκη! Είναι ελεύθερα και χαίρονται αυτό που δε μπορούμε να χαρούμε, εμείς»

        «Δηλαδή;» Συνέχισε με απορία…

          «Απολαμβάνουν την ελευθερία τους και τη φύση Λάκη, ενώ εμείς, είμαστε κλειδωμένοι μέσα σε αυτό το άθλιο κλουβί, μη μπορώντας να απολαύσουμε τίποτα.»

      «Μα εμείς δεν είμαστε σαν αυτά. Είμαστε διαφορετικοί. Εμείς γεννηθήκαμε για να είμαστε μέσα σε ένα κλουβί και να κρατάμε συντροφιά στους ανθρώπους.» Απάντησε ο Λάκης αν και κάτι μέσα στην καρδιά του τον αγκύλωσε προφέροντας αυτά τα λόγια.

        «Όχι Λάκη, κάνεις λάθος, είμαστε σαν αυτά, ακριβώς σαν αυτά, γεννηθήκαμε για να κρατάμε συντροφιά στα σύννεφα, στον ήλιο, στον αέρα, όχι για να κρατάμε συντροφιά στους ανθρώπους.»

      «Δε καταλαβαίνω..  πραγματικά δε καταλαβαίνω. Ανέκαθεν θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα σε ένα κλουβί και νοιώθω χαρούμενος εδώ, αισθάνομαι πως εδώ ανήκω. Εδώ γεννήθηκα άλλωστε και νοιώθω καλά…» Απάντησε για πρώτη φορά τόσο έντονα προβληματισμένος.

        «Δε γεύτηκες ποτέ τη γεύση της ελευθερίας;» Τον ρώτησε με βλέμμα συμπόνιας.

        «Μα είμαι ελεύθερος, νοιώθω καλά εδώ, σου είπα» συνέχισε ο Λάκης προσπαθώντας να κρύψει τα ειλικρινή βαθιά του αισθήματα.

      «Συνήθισες να είσαι αιχμάλωτος γιατί δεν έμαθες να είσαι ελεύθερος. Λυπάμαι τόσο για σένα Λάκη» Του είπε με δάκρυα στα μάτια.

      «Γιατί εσύ ήσουνα ελεύθερη; Δε γεννήθηκες μέσα σε ένα κλουβί;» Ρώτησε εκείνος με φόβο για την απάντηση.

        «Εγώ ναι, κάποτε ήμουν ελεύθερη!» Τόνισε με ονειροπόλο και χαρούμενο βλέμμα.

«Γεννήθηκα σε ένα υπέροχο μέρος, μεγάλωσα στο κορμό ένας μεγάλου γέρικου δέντρου και μεγάλωσα με πολύ αγάπη, ώσπου μια μέρα εκεί που ταξίδευα και ανακάλυπτα νέα μέρη, για κακή μου τύχη χτύπησα επάνω σε ένα χοντρό κλαδί και βρέθηκα στη γη λιπόθυμη. Όταν ξύπνησα βρισκόμουν μέσα σε ένα κλουβί κι από τότε έχω αλλάξει δεκάδες κλουβιά και είναι όλα άθλια. Άθλια Λάκη, άθλια!» Φώναξε και ξέσπασε σε κλάματα.

          Ο Λάκης τη τύλιξε απαλά μέσα στις όμορφες φτερούγες του και της υποσχέθηκε σιωπηλά πως από δω και στο εξής δε θα είναι μόνη.

          Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως η Σόνια δεν ήταν μια άκαρδη παπαγαλίνα, αντίθετα ήταν μια πονεμένη παπαγαλίνα που προσπαθώντας να επουλώσει τα τραύματά της επέλεγε να τα κρατήσει μακριά από όλους και από όλα…..

            Κι οι μέρες κυλούσαν όμορφα, ρομαντικά, γεμάτες χρώματα και αποχρώσεις.

            Ο Λάκης και η Σόνια,  φίλοι και πιο κοντά από ποτέ, είχαν μάθει να μοιράζονται τα πάντα.

            Το φαγητό, το νερό, το κλουβί, τη κούνια, το οξυγόνο που ανάπνεαν, τα πάντα όλα.

            Όσο φαινομενικά αντίθετοι έμοιαζαν αρχικά, τόσο ταιριαστοί αποδείχθηκαν στη συνέχεια.

            Πλέον μιλούσαν και ονειρεύονταν μαζί για τα πάντα.

            Εκείνη του περιέγραφε την ελευθερία, την αίσθηση του να πετάς ψηλά και να εξερευνάς το κόσμο.

Εκείνος με τη σειρά του, μη μπορώντας να καταλάβει πόσο σημαντική ήταν αυτή η αίσθηση, προσπαθούσε να της τονίσει πόσο όμορφη ήταν η ζωή που είχε μάθει και είχε ζήσει εκείνος.

            Εκείνη του μιλούσε για δάση, θάλασσες, ήλιο, σύννεφα, ελεύθερα ζώα.

            Εκείνος της μιλούσε για ανθρώπους, για πρόσωπα, για παιδιά, για στάσεις των ανθρώπινων σωμάτων και χαρακτηριστικών.

Εκείνη του μιλούσε για όσα ένοιωθε πετώντας και εξερευνώντας τον κόσμο.

            Εκείνος της μιλούσε για όσα ένοιωθε εξερευνώντας τις ανθρώπινες ψυχές και τα ανθρώπινα βλέμματα.

            Εκείνη προσπαθούσε να τον πείσει πως μπορεί να πετάξει και να ζήσει ελεύθερος!

            Εκείνος προσπαθούσε να τη πείσει πως μπορεί να ζει μέσα στο κλουβί και να συντροφεύει τους ανθρώπους ακούγοντας τις φωνές των ψυχών τους.

 

 

            Είχαν πάψει από καιρό να συναγωνίζονται για το πια «οπτική γωνία» ήταν η σωστή και είχαν μάθει να ακούν, να σέβονται και να μαθαίνουν για το κόσμο του καθενός, από όποια γωνία και αν τον κοιτούσε.

            Μονάχα μια μέρα έδειξε ο Λάκης πως ήθελε να εμβαθύνει στο κόσμο της Σόνιας….

                        «Δηλαδή μπορώ κι εγώ να πετάξω;» Τη ρώτησε τρίβοντας ελαφρά το ράμφος του επάνω την όμορφη φτερούγα της.

                        «Ανά πάσα ώρα και στιγμή. Αρκεί να βγεις από το κλουβί!» Απάντησε εκείνη με χαρά που είχε τη δυνατότητα να μιλήσουν για κάτι τέτοιο.

                        «Και δηλαδή, πώς θα γίνει αυτό; Θέλω να πω, αρκεί μόνο να κουνήσω τις φτερούγες μου;» Αναρωτήθηκε ξύνοντας με τη φτερούγα το πάνω μέρος της κεφαλής του.

                        «Λάκη γεννήθηκες για να πετάς! Και εδώ, μέσα στο κλουβί πετάς, αλλά δε μπορείς να το απολαύσεις διότι είσαι περιορισμένος!»

                        «Μα δε πετάω, περπατάω όπως και τα υπόλοιπα ζώα, τόνισε δείχνοντας τα αλλα κλουβιά.»

                        «Όχι Λάκη μου, πετάς! Το ό,τι μπορείς να βρεθείς στο δεύτερο όροφο του κλουβιού ανοίγοντας τα φτερά σου είναι κάτι που τα υπόλοιπα ζώα δε μπορούν να κάνουν. Βέβαια, όλοι μας γεννηθήκαμε για να είμαστε ελεύθεροι, απλώς εμείς, γεννηθήκαμε για να είμαστε και εξερευνητές και αυτό θα έπρεπε να κάνουμε.» Απάντησε για πρώτη φορά μετα από καιρό μελαγχολικά ατενίζοντας το βλέμμα στο κομμάτι του ουρανού που φαινόταν μέσα από το κλουβί.

                        «Και τί πρέπει να εξερευνήσουμε;» Ρώτησε εκείνος, κουνώντας ανήξερα τις δυο φτερούγες του.

                        «Τη φύση και όσα ζούνε επάνω της.» Απάντησε με σπινθηροβόλο βλέμμα.

                        «Και πώς είναι η φύση; Είναι όμορφη;» Ρώτησε εκείνος προσπαθώντας να τη φανταστεί.

                        «Α είναι πολύ μεγάλη! Δεν την έχω γνωρίσει όλη ακόμη αλλά είναι πανέμορφη! Μοναδική! Έχει πολλά χρώματα και πολλά είδη που κατοικούν επάνω της. Άλλοτε δείχνει πολύ όμορφη και άλλοτε παράξενη, τρομακτική, όμως πάντα είναι σα να σε αγκαλιάζει και να θέλεις να κοιμηθείς μέσα στην αγκαλιά της. Και ξέρεις σε νανουρίζει κιόλας!»

                        «Σε νανουρίζει; Πώς;» Ρώτησε γεμάτος ενθουσιασμό.

                        «Άλλοτε με ήχους ζωών, άλλοτε με ήχους του αέρα, της θάλασσας, των ανθρώπων, των φύλλων των δέντρων, πάντα βρίσκει το κατάλληλο τρόπο να σε νανουρίσει αλλα και κάποιες φορές βρίσκει το τρόπο να σε κάνει να φύγεις μακριά αν κινδυνεύεις.»

                        «Κι από τί κινδυνεύει κάποιος στη φύση;» Ρώτησε με απορία ο Λάκης.

                        «Μα από τους ανθρώπους, φυσικά!» Χαμογέλασε εκείνη κάπως διστακτικά όταν είδε την αντίδρασή του.

                        «Αποκλείεται! Τόνισε ο Λάκης! Είναι πάντα φιλικοί μαζί μου!»

                        «Επειδή σε κατέκτησαν! Αν ήσουν κι εσύ ελεύθερος όπως εγω παλιά τότε θα έβλεπες και το άλλο τους πρόσωπο, αυτό του κατακτητή και πίστεψε με είναι πολύ άσχημο!»

                        «Μου είναι δύσκολο να το φανταστώ.» Συνέχισε ο Λάκης.

                        « Καλύτερα να τους θυμάσαι έτσι τους ανθρώπους, όπως τους βλέπεις εδώ, αν τους συναντήσεις εκεί έξω, πίστεψέ με δε θα τους αναγνωρίσεις.» Τόνισε η Σόνια με βλέμμα γεμάτο αλήθεια.

                        «Αδύνατον να το φανταστώ!» Συνέχισε ο έκπληκτος Λάκης και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

                        «Αχ καλέ μου, Λάκη!» Πρόφερε η Σόνια και τον έκλεισε τρυφερά στις φτερούγες της.

 

 

Πρέπει να είχε περάσει μια εβδομάδα όταν ένα ζεστό μεσημέρι ακούστηκε ο ήχος που προμήνυε πως κάποιος άνθρωπος έμπαινε στο μαγαζί.

Ο Λάκης με μισόκλειστα ακόμη μάτια αντίκρισε δυο ανθρώπινες φιγούρες να συνομιλούν με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος.

Η μία λεπτεπίλεπτη φιγούρα αντιστοιχούσε σε μια όμορφη γυναίκα που με έναν όμορφο ξανθό κότσο και ένα μακρύ εκρού φουστάνι κρατούσε από το χέρι ένα τροφαντό παιδάκι που περιφερόταν από κλουβί σε κλουβί και εξερευνούσε τα περιεχόμενά του.

Άκουγε τον ήχο που έκαναν τα δάχτυλά του όταν χτυπούσε ελαφρώς τα κλουβιά των ζωών και σχεδόν τρόμαξε όταν είδε δυο μεγάλα καστανά αγορίστικα μάτια να τον κοιτούν με χαρά μεν αλλά κρυάδα δε, μια κρυάδα που έκανε τον Λάκη να αντιπαθήσει ένα παιδί για πρώτη φορά στη ζωή του.

Το καστανόχρωμο αγόρι με τα καλά ρούχα χαμογέλασε και με φωνή σταθερή και δυναμική θα μπορούσα να πω φώναξε:

                        «Αυτό θέλω!»

Ο δείκτης του παιδιού κατευθυνόταν προς τη ξαπλωμένη Σόνια!

Τα μάτια του Λάκη άνοιξαν διάπλατα και οι φτερούγες του ανοιγόκλεισαν  προς στιγμήν λόγο της τρεμούλας που κυριαρχούσε πλέον στη ψυχή του.

Η αγουροξυπνημένη Σόνια, μην έχοντας ακόμη καταλάβει τι συμβαίνει, κοίταξε με απορία τον Λάκη και μια σουβλιά στη καρδιά την έκανε να σχηματίσει έκφραση πόνου στο όμορφο πορτοκαλί πρόσωπό της.

Ο κυρ Θανάσης, πλησίασε κάπως στενάχωρα το κλουβί των παπαγάλων και πρότεινε στο μικρό αγόρι να του δείξει και τα υπόλοιπα ζώα.

Εκείνο με αγένεια αρνήθηκε και φώναξε τη μητέρα του για να τις δείξει τον φοβισμένο πορτοκαλί παπαγάλο.

                        «Είναι πανέμορφος» είπε εκείνη!

                        «Αυτόν θα πάρουμε» συνέχισε με υπεροπτική φωνή, σφίγγοντας το χέρι του παιδιού της, σα να το επιβράβευε, για τη σταθερότητα της επιλογής του.

 


 _____________ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ _________________

 

 

Μην μου πείτε, πως η ζωή στο κλουβί, δεν σας θυμίζει κάτι από το σήμερα....


Σχόλια

  1. Τι όμορφα πουλιά που είναι τα παπαγαλάκια και γλυκά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πάω κάτι να θυμηθώ Κική μου, γιατί ότι παραμύθι είχες γράψει και ανεβάσει σε συνέχειες, το είχα διαβάσει. Όμως θα το κρατήσω για ανάγνωση. Και έχω εμπιστοσύνη στη γραφή σου. Καλησπέρα σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θαυμάσιο!!Και ναι μου θυμίζει το σήμερα. Μένει μόνο κάποιος να μας δείξει έξω από το κλουβί μας και να πει αυτήν θέλω. Και να είναι ο κατακτητής μας, σωστά;
    Περιμένω τη συνέχεια
    Φιλιά ψυχή μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Όταν ήμουν μαθήτρια η μητέρα μου είχε αγοράσει ένα ζευγάρι παπαγαλάκια, τον Πέπε και την Μίτση. Το παραμύθι σου μου τα θύμησε λοιπόν. Γράφε παραμύθια Ομορφούλα ,είναι χαμόγελο ψυχής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Υπέροχο ξεκίνημα! Περιμένω με αγωνία τη συνέχεια και το τέλος!
    Την Καλημέρα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ωωωω τί ωραίο παραμύθι!
    Τρέχω για τη συνέχεια.
    Συνεχίζουμε ακάθεκτοι.
    Φιλάκια πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να

Σ’ αγαπώ πάρα πολύ

  Εγώ, σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Μπορώ να ακούω τους χτύπους της καρδιάς σου από χιλιόμετρα μακριά. Να τρέφομαι με τις σκέψεις σου για μέρες · αιώνια. Μπορώ να απολαμβάνω στα μάτια σου, φεγγαροστόλιστους ουρανούς και καταρράκτες, που στάζουν διαμάντια. Μπορώ να χορεύω ολονυχτίς στους ήχους της φωνής σου, και να γεύομαι κελαριστό κρασί από τα χείλη σου, τα μισοφαγωμένα.   Εγώ, σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Νιώθω τα συναισθήματά σου πριν βρούνε λέξεις για να εκφραστούν και διώχνω τους φόβους σου, πριν ο ίδιος τους ανακαλύψεις. Βλέπω τα θέλω σου, πελώρια σύννεφα, και ζωγραφίζω ήλιους, σε τόπους πεδινούς, που μυρίζουν μια νοσταλγική μυρωδιά που θυμίζει παιώνια.   Εγώ, σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Γίνομαι καλύτερη, γίνομαι δυνατότερη, γίνομαι μια εκδοχή που θαυμάζω.   Με νοιάζει ο κόσμος. Με νοιάζει η φύση. Με νοιάζει το αύριο. Με νοιάζει το μέλλον. Με νοιάζει η μουσική. Με νοιάζει το θέατρο. Με νοιάζει ο κινηματογράφος. Με νοιάζει ο χορός. Με νοιάζει η ζωγραφική. Με

ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

    Παραδοσιακοί χοροί Εύβοιας Εύβοια   Στο όμορφο νησί της Εύβοιας ο κορυφαίος χορός είναι ο καβοντορίτικος ή καλλιανιώτικος που χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο χορευτικό και μουσικό στυλ. Άλλοι χοροί του νησιού είναι ο συρτός και ο µηλωνιάτικος, παραλλαγή του συρτού χορού. Στην περιοχή χορεύεται ακόµα ο λεγόµενος όρθιος μπάλος (διαφοροποιείται από τον κυκλαδίτικο µπάλο) από ένα ή δύο ζευγάρια. Βόρειο Εύβοια   Στη Β. Εύβοια συναντάµε περισσότερο τους λεγόµενους στεριανούς χορούς όπως τσάµικα, καγκέλια, πατινάδες και συρτούς. Από τους πιο διαδεδοµένους χορούς ήταν ο Χειµαριώτικος, οργανική αργή µελωδία που παιζόταν και µε φύλλο από κοτσύκι ή άλλο δέντρο. Ακολουθούσε ο Συρτός, ο Τσάµικος και κάποιες φορές χορευόταν και το ηπειρώτικο Στα Τρία. Όσον αφορά το Συρτό, όταν παρατηρήθηκε (µε βάση τις καταγραφές) ότι οι µεγάλης ηλικίας άνθρωποι δεν κάνουν δύο διαδοχικά σταυρώµατα αλλά πάτηµα και άρση, ειπώθηκε ότι τα σταυρώµατα "τα κάναν οι δασκάλοι". Η τέχνη του