Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα καταβεβλημένα όνειρα ενός κλόουν

 

 

Νιώθω σαν κλόουν σε μια  πολύχρωμη χώρα,

χαρούμενο, αλλά με μάτια γεμάτα θλίψη, αλλά από τώρα

θυμωμένο, που τους ανθρώπους αφήνει, περιφρονεί

και τα όνειρά του καταβάλει.

 

Τα παιδιά επιστρέφουν την αγάπη.

Τραγουδούν και χορεύουν στη χαρά.

Κλαίνε ως λύτρωση και όχι απ’ ανάγκη.

Η μουσική των φτωχών, δεν ηχεί πια.

 

Είναι η ιδιοτροπία των ισχυρών

να απομονώνουν τους κλόουν,

να περιμένουν από εκείνους πάντα να γελούν.

Να κάνουν γκριμάτσες, αστείες κινήσεις, να λιώνουν σαν κερί

μέσα στη λάβα του αύριο.

 

Άλλοτε γελωτοποιός, άλλοτε βασιλιάς, άλλοτε άνθρωπος.

Μέσα στη φαντασία χορεύουν οι πεταλούδες.

Οι δράκοι μας καθοδηγούν,

γίναμε νυχτοβάτες.

 

Τη μέρα δεν κυκλοφορούν οι αγέλες.

Τη νύχτα δεν μυρίζουν παιώνια, τα ορφανά.

Ένας βασιλικός έμεινε, να θυμίζει πως πριν τη στάχτη,

υπήρχε ζωή.

 

Νιώθω σαν κλόουν σε μια  πολύχρωμη χώρα,

χαρούμενο, αλλά με μάτια γεμάτα θλίψη, αλλά από τώρα

θυμωμένο, που τους ανθρώπους αφήνει, περιφρονεί

και τα όνειρά του καταβάλει.

 

Η φύση χορεύει στους ρυθμούς του ανέμου.

Τα ζώα λικνίζονται στους ήχους της βροχής.

Το χώμα συνθέτει νότες μιας εποχής που ανάμνηση έγινε.

Τα τύμπανα των ισχυρών, δεν ακούγονται πια.

 

Είναι η ιδιοτροπία των ανίσχυρων

να θυματοποιούνται και να φοβούνται τους κλόουν

επειδή το κόκκινο κραγιόν στέρεψε

ως ένας βάλτος κατατρεγμένος.

 

Άλλοτε θύμα, άλλοτε θύτης, άλλοτε άμαχος.

Μέσα στη λογική χορεύουν τα θέλω μας.

Οι πράξεις καθοδηγούν,

γίναμε υπηρέτες.

 

Στα παλάτια δεν κυκλοφορούν τα νομίσματα.

Στα σπιτικά δεν μυρίζει γάλα, το χώμα, που αγγίζουν οι σοφάδες των

σπιτιών που κάποτε, φώλιασαν άνθρωποι και ζώα.

 

Νιώθω σαν κλόουν σε μια  πολύχρωμη χώρα,

χαρούμενο, αλλά με μάτια γεμάτα θλίψη, αλλά από τώρα

θυμωμένο, που τους ανθρώπους αφήνει, περιφρονεί

και τα όνειρά του καταβάλει.

 

Τα καταβεβλημένα όνειρα ενός κλόουν – Κική Κωνσταντίνου

Σχόλια

  1. Σαν εξομολόγηση μιας καταβεβλημένης ζωής στο περιθώριό της ακούγεται η εσώψυχη φωνή του κλόουν, Κική μου. Μιας φιγούρας σημαδιακής σε κάθε λογοτεχνική και εικαστική έκφραση.
    Την καλησπέρα μου, καλή μου φίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...