Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΠΕΛΑ, Η ΧΡΙΣΤΟΥΝΕΛΛΑ (μέρος δεύτερο)

Καλημέρα εκφραστικοί μου.

Είστε για ένα παιδικό εορταστικό παραμύθι; Είναι η Μπέλα, ένα κόκκινο χριστουγεννιάτικο στολίδι και αυτή είναι η ιστορία της (θεατρικά δοσμένη) Πως δημιουργήθηκε; Μια ανάγνωση εδώ: https://ekfrastite.blogspot.com/2018/12/blog-post_73.html 

Και πάμε γρήγορα γρήγορα, να θυμηθούμε το πρώτο μέρος της εδώ: https://ekfrastite.blogspot.com/2018/12/blog-post_17.html







ΜΠΕΛΑ, Η ΧΡΙΣΤΟΥΝΕΛΛΑ




Τα στολίδια κουράζονται μετά το τραγούδι και το χορό, φουσκώνουν, ξεφουσκώνουν, λαχανιάζουν και έπειτα στρέφονται προς το ακούνητο και υπεροπτικό δέντρο και ξεσπούν σε γέλια.


Το δέντρο υπεροπτικό στην αρχή, αλλά φανερά εκνευρισμένο όταν ξεκινούν και του πετούν τσίχλες, καραμέλες, χαρτάκια κτλ, αρχίζει να εκνευρίζεται.

Ξαφνικά, σαν κάποιο θεριό να μπήκε μέσα του και χωρίς να τους μιλήσει, αρχίζει να τα κυνηγά με αστείο τρόπο στη σκηνή.

Σε κάποια φάση πέφτει κάτω και τα στολίδια και τα τρία τον περικυκλώνουν και κάθονται πάνω του.

Εμφανίζεται  η Γυναίκα και μενουν όλοι ακινητοποιημένοι στη σκηνή.


Η Γυναίκα, φανερά σοκαρισμένη, τα πλησιάζει, τα κοιτά με ανοιχτό στόμα και πιάνοντας το μάγουλο της, κοιτάζει τον κόσμο, κοιτάζει εκείνα και αναρωτιέται;

«Πότε στόλισα το δέντρο; Και γιατί έπεσε;»
«Μήπως το στόλισα και δεν το θυμάμαι; Είμαι λίγο αφηρημένη τον τελευταίο καιρό»
«Αλλά πως έπεσε κάτω; Δεν θυμάμαι να το έριξα. Μήπως έκανε σεισμό;»

«Νιαου» ακούστηκε η ζωηρή Μπέλα

«Ψιψίνα μου γύρισες» είπε η κυρία και άρχισε να ψάχνει στα άλλα δωμάτια την χαμένη της γάτα.

Το δέντρο και τα στολίδια σηκώνονται επάνω, αρχίζουν να παίζουν ξύλο με αστείο και χαριτωμένο τροπο, να τραβάνε  ο ένας τα μαλλιά του άλλου και ξαφνικά, παγώνουν στην σκηνή, όταν έρχεται ξανά η γυναίκα. Μοιάζουν σα να εχουν στολίσει το δέντρο, σε κατακόρυφη παράθεση αυτή την φορά.


«Ψιψίνα μου, που είσαι γλυκιά μου, έλα στη μάνουλα»
Η γυναίκα σοκαρισμένη πάει μπροστά στο δέντρο και τα στολίδια και αρχίζει να κοιτάξει μια το κοινό και μια εκείνα με το στόμα ανοιχτό.

«Δεν είμαι καλα, δεν είμαι καλά. Πότε σήκωσα το δέντρο όρθιο και δεν το θυμάμαι; Θα τρελαθώ σήμερα.»

«Είδατε κάτι εσείς που δεν είδα εγω; (απευθύνεται στα παιδιά)
συνομιλεί λίγο μαζί τους και στο τέλος παραδέχεται πως κάτι περίεργο συνέβη αλλα αγαπά το πνεύμα των Χριστουγέννων, το εμπιστεύεται και πως ότι γίνει θα γίνει για καλό.

Έπειτα χαιρετά τα παιδιά και πάει για ύπνο.

Αποχωρεί από τη σκηνή και τα στολίδια διάσπαρτα κάθονται στην σκηνή αλλά μακριά ο ένας από τον άλλον.

Το δέντρο υπεροπτικό κάνει δήθεν πως κοιτάζει από την άλλη πλευρά.

Ξαφνικά η Μπέλα αρχίζει να κοιτάει με ενδιαφέρον το δέντρο και καταλήγει να δείχνει ερωτευμένη.

Ο Αδάμος και ο Ματίας την ανακαλύπτουν, την επεξεργάζονται και αρχίζουν να την πειράζουν.

«Σταματήστε πια» Είπε η Μπέλα
«Μα το δέντρο; Τι του βρήκες; Είναι ψηλό και άχαρο» Είπε ο Ματίας.
«Ενώ εμείς, φουσκωμένοι και χαριτωμένοι όσο κανείς άλλος» Συμφώνησε ο Αδάμος.
«Μα εσείς είστε φίλοι, αδέρφια, είστε κάτι άλλο. Αχ εγώ, πάντα έτρεφα καποια συναισθήματα αλλά πέρασε καιρός να καταλάβω… και τώρα είναι Χριστούγεννα και νιώθω τόση αγάπη αλλά και μοναξιά. Θέλω αγάπη, πολλή αγάπη.» Η Μπέλα μελαγχόλησε και τα στολίδια την αγκάλιασαν.

Το δέντρο μοιάζει να ακούει και να συμφωνεί. Το πρόσωπό του μαλάκωσε και ο κορμός λύγισε. Κουνιόταν προς τα εκεί σαν να ήθελε να τους αγκαλιάσει, Μόλις γύρισαν τα βλέμματά τους προς τα εκεί, το δέντρο δήθεν αδιαφόρησε.

«Καλός είναι μωρέ, ίσως με λίγη χρυσόσκονη και κάποια επιπλέον γιρλάντα, γίνει πιο γλυκούλης» είπε ο Αδάμος.



________________ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ___________ 


Σχόλια

  1. Πολύ γλυκό Κική ! βλέπω έχεις μια συγκροτημένη πλέον δομή στην παρουσίαση και γράψιμο θεατρικού έργου και αυτό με κάνει πολύ χαρούμενο και εντυπωσιασμένο. Συνεχίζουμε λοιπόν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...