«Και εγώ, πώς την πάτησα σα πρωτάρης; Έπρεπε να το καταλάβω! Έπρεπε!»
Ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσει ήταν να πλύνει τα πιάτα και τα ποτήρια που είχε συγκεντρώσει στον νεροχύτη του. Η σαπουνάδα και η μοσχοβολιά του λεμονιού που είχε το υγρό πιάτων που χρησιμοποιούσε, τον ημέρευε πάντα
Έτσι λοιπόν και έκανε.
Μόλις σκούπισε στην λευκή πετσέτα τα βρεγμένα χέρια του αισθάνθηκε πως η οργή του είχε ξεπλυθεί και βρισκόταν πλέον στον υπόνομο.
Βγήκε κάπως διστακτικά στην αυλή για να αντικρίσει μια ήσυχη κατάσταση.
Ο Νικήτας του έκανε νεύμα για να πάει εκεί. Πρόθυμα υπάκουσε.
«Μας συγχωρείς κυρ Μιχάλη. Εμείς θέλαμε…»
«Ξέρω αγόρι μου! Ξέρω! Η τρέλα της νιότης. Όλοι έχουμε κάνει τέτοια λάθη και όλοι ντρεπόμαστε γι αυτά! Ξέρω!» Και το πρόσωπό του έδειχνε όντως πως ξέρει!
«Νομίζω όμως πως τη συγνώμη πρέπει να τη ζητήσετε από αλλού και όχι από μένα» Συνέχισε κάνοντας νεύμα με τα βλέφαρά του.
«Κύριε Μιχάλη έρχεστε λίγο;» Ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του Βλάχου.
«Μάλιστα» Απάντησε και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε κοντά του.
O Βλάχος του σιγοψυθίρρισε στο αυτί και ο κυρ Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Το χαμόγελό του έδειξε ήπιο και γαλήνιο συνάμα.
Μετά από λίγο οδηγήθηκε στην κουζίνα και επέστρεψε με ένα δίσκο γεμάτο με πιάτα με γλυκό κεράσι που συνοδευόταν άρτια από φρέσκο γάργαρο νεράκι.
Τα ακούμπησε ευλαβικά στο τραπέζι των παιδιών και τους είπε δείχνοντας τον απέναντι κύριο:
Κερασμένο με το εξής στιχάκι:
«Κι αν με κεράσατε γλυκιά ειρωνεία
να ξέρετε πως η ζωή είναι μία.
Ας είναι γλυκιά σαν το σιροπιαστό
και απολαυστική όπως το εκάστοτε γλυκό»
Την αμηχανία των παιδιών, που ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, την «έσπασε» ένα δυνατό χαμόγελο από την πλευρά του Βλάχου. Τα παιδιά μιμήθηκαν την κίνησή του αυτή και η συγνώμη τους ήρθε μέσω της τρυφερής ματιά τους.
«Έτσι μπράβο! Αυτά είναι όντως τα παιδιά μου!» Είπε ο κυρ Μιχάλης φεύγοντας από την παρέα τους.
Ο Βλάχος έβγαλε χρήματα από το πορτοφόλι του και τα ακούμπησε μαλακά στο τραπέζι.
«Είναι πολλά», είπε ο κυρ Μιχάλης μόλις αντίκρισε τα χαρτονομίσματα.
«Και πάλι είναι λίγα…» Του είπε με μια γλυκιά φωνή και παίρνοντας το ταγάρι του έκανε να φύγει.
Πίσω από την ξύλινη καρέκλα που είχε ακουμπήσει το ταγάρι του, την «ματιά» του κέρδισε ένα σαλιγκάρι που σαν δαφνοστεφανωμένος ολυμπιονίκης είχε σκαρφαλώσει σχεδόν μέχρι το επάνω μέρος τις καρέκλας.
«Βρε, βρε τι κάνεις εσύ εδώ φίλε μου;» Του είπε και δίχως να το καλοσκεφτεί το σήκωσε απαλά και το τοποθέτησε στην παλάμη του.
«Περίεργο…» Σκέφτηκε.
Το σαλιγκάρι ακόμη να κρυφτεί στο κέλυφός του.
«Είσαι ατρόμητος ε;» Συνέχισε.
«Τι γύρευες επάνω στην καρέκλα; Το σπίτι σου ψάχνεις; Μα είσαι τόσο τυχερός, το κουβαλάς συνέχεια μαζί σου! Ρώτα και εμένα!» Η φωνή του «χρωματίστηκε» από νότες νοσταλγίας.
«Νομίζω πως μάλλον γυρεύεις την «αυλή» σου! Έλα να σε βοηθήσω.»
Ο Βλάχος έφυγε από το μαγαζί με το σαλιγκάρι στην παλάμη του.
Όλοι τον χαιρέτισαν μουδιασμένα και χαρούμενα.
Τον είδαν να απομακρύνεται από κοντά τους και το αεράκι που φύσηξε όταν πρωτοήρθε, ήρθε ξανά.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, τον είδαν να στέκεται σε ένα μικρό φυτό που στις ρίζες του είχε χώμα.
Τον είδαν να σκύβει.
Υπέθεσαν πως άφησε εκεί το σαλιγκάρι.
Έπειτα χάθηκε κάπου ανάμεσα σε παγωμένα κτίρια.
Κι το αεράκι σώπασε!
Όχι όμως για πάντα…..
~~ Η Αγάπη Δηλώνει Απών - Κική Κωνσταντίνου
(απόσπασμα)
Τριλογία Αγάπης
Photo credits: Μαρία Παρασκευοπούλου
Συλλέγω Στιγμές blog by Μαρία Παρασκευοπούλου
https://www.syllegw-stigmes.gr/
https://www.mariaparask29-photography.gr/
#Κική_Κωνσταντίνου
#Εκφράσου
Ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσει ήταν να πλύνει τα πιάτα και τα ποτήρια που είχε συγκεντρώσει στον νεροχύτη του. Η σαπουνάδα και η μοσχοβολιά του λεμονιού που είχε το υγρό πιάτων που χρησιμοποιούσε, τον ημέρευε πάντα
Έτσι λοιπόν και έκανε.
Μόλις σκούπισε στην λευκή πετσέτα τα βρεγμένα χέρια του αισθάνθηκε πως η οργή του είχε ξεπλυθεί και βρισκόταν πλέον στον υπόνομο.
Βγήκε κάπως διστακτικά στην αυλή για να αντικρίσει μια ήσυχη κατάσταση.
Ο Νικήτας του έκανε νεύμα για να πάει εκεί. Πρόθυμα υπάκουσε.
«Μας συγχωρείς κυρ Μιχάλη. Εμείς θέλαμε…»
«Ξέρω αγόρι μου! Ξέρω! Η τρέλα της νιότης. Όλοι έχουμε κάνει τέτοια λάθη και όλοι ντρεπόμαστε γι αυτά! Ξέρω!» Και το πρόσωπό του έδειχνε όντως πως ξέρει!
«Νομίζω όμως πως τη συγνώμη πρέπει να τη ζητήσετε από αλλού και όχι από μένα» Συνέχισε κάνοντας νεύμα με τα βλέφαρά του.
«Κύριε Μιχάλη έρχεστε λίγο;» Ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του Βλάχου.
«Μάλιστα» Απάντησε και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε κοντά του.
O Βλάχος του σιγοψυθίρρισε στο αυτί και ο κυρ Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Το χαμόγελό του έδειξε ήπιο και γαλήνιο συνάμα.
Μετά από λίγο οδηγήθηκε στην κουζίνα και επέστρεψε με ένα δίσκο γεμάτο με πιάτα με γλυκό κεράσι που συνοδευόταν άρτια από φρέσκο γάργαρο νεράκι.
Τα ακούμπησε ευλαβικά στο τραπέζι των παιδιών και τους είπε δείχνοντας τον απέναντι κύριο:
Κερασμένο με το εξής στιχάκι:
«Κι αν με κεράσατε γλυκιά ειρωνεία
να ξέρετε πως η ζωή είναι μία.
Ας είναι γλυκιά σαν το σιροπιαστό
και απολαυστική όπως το εκάστοτε γλυκό»
Την αμηχανία των παιδιών, που ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, την «έσπασε» ένα δυνατό χαμόγελο από την πλευρά του Βλάχου. Τα παιδιά μιμήθηκαν την κίνησή του αυτή και η συγνώμη τους ήρθε μέσω της τρυφερής ματιά τους.
«Έτσι μπράβο! Αυτά είναι όντως τα παιδιά μου!» Είπε ο κυρ Μιχάλης φεύγοντας από την παρέα τους.
Ο Βλάχος έβγαλε χρήματα από το πορτοφόλι του και τα ακούμπησε μαλακά στο τραπέζι.
«Είναι πολλά», είπε ο κυρ Μιχάλης μόλις αντίκρισε τα χαρτονομίσματα.
«Και πάλι είναι λίγα…» Του είπε με μια γλυκιά φωνή και παίρνοντας το ταγάρι του έκανε να φύγει.
Πίσω από την ξύλινη καρέκλα που είχε ακουμπήσει το ταγάρι του, την «ματιά» του κέρδισε ένα σαλιγκάρι που σαν δαφνοστεφανωμένος ολυμπιονίκης είχε σκαρφαλώσει σχεδόν μέχρι το επάνω μέρος τις καρέκλας.
«Βρε, βρε τι κάνεις εσύ εδώ φίλε μου;» Του είπε και δίχως να το καλοσκεφτεί το σήκωσε απαλά και το τοποθέτησε στην παλάμη του.
«Περίεργο…» Σκέφτηκε.
Το σαλιγκάρι ακόμη να κρυφτεί στο κέλυφός του.
«Είσαι ατρόμητος ε;» Συνέχισε.
«Τι γύρευες επάνω στην καρέκλα; Το σπίτι σου ψάχνεις; Μα είσαι τόσο τυχερός, το κουβαλάς συνέχεια μαζί σου! Ρώτα και εμένα!» Η φωνή του «χρωματίστηκε» από νότες νοσταλγίας.
«Νομίζω πως μάλλον γυρεύεις την «αυλή» σου! Έλα να σε βοηθήσω.»
Ο Βλάχος έφυγε από το μαγαζί με το σαλιγκάρι στην παλάμη του.
Όλοι τον χαιρέτισαν μουδιασμένα και χαρούμενα.
Τον είδαν να απομακρύνεται από κοντά τους και το αεράκι που φύσηξε όταν πρωτοήρθε, ήρθε ξανά.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, τον είδαν να στέκεται σε ένα μικρό φυτό που στις ρίζες του είχε χώμα.
Τον είδαν να σκύβει.
Υπέθεσαν πως άφησε εκεί το σαλιγκάρι.
Έπειτα χάθηκε κάπου ανάμεσα σε παγωμένα κτίρια.
Κι το αεράκι σώπασε!
Όχι όμως για πάντα…..
~~ Η Αγάπη Δηλώνει Απών - Κική Κωνσταντίνου
(απόσπασμα)
Τριλογία Αγάπης
Photo credits: Μαρία Παρασκευοπούλου
Συλλέγω Στιγμές blog by Μαρία Παρασκευοπούλου
https://
https://
#Κική_Κωνσταντίνου
#Εκφράσου
Εντυπωσιακό Κική μου! Δημιουργεί συναισθήματα, είναι "ζωντανό"
ΑπάντησηΔιαγραφή