Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΚΟΥΚΛΑ - ΚΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ





Όταν ήμουν μικρή, είχα μια κούκλα.

Για την ακρίβεια είχα πολλές κούκλες, αλλά δεν είχα αδέρφια.
Και επειδή δεν είχα αδέρφια , έπαιζα συνέχεια με τις κούκλες,
με έναν ιδιαίτερο όμως τρόπο: Τις κατέστρεφα!

Έβγαζα χεράκια, ποδαράκια, κεφαλάκια και τα πετούσα κάτω από τη βεράντα του σπιτιού μου.
Ως άλλος ένας, καλά, μικρός, «μανιακός», δολοφόνος,

Υπήρχε όμως μία κούκλα, μια συγκεκριμένη κούκλα που δεν κατάφερα ποτέ να καταστρέψω και δεν τα κατάφερα, επειδή στην ουσία ποτέ δεν θέλησα.
Και δεν ξέρω και τι πραγματικά ξεχωριστό μπορεί να είχε, ποιο μπορεί να ήταν εκείνο το «ζωτικό» χαρακτηριστικό της. Ξέρω μόνο, πως ακόμη κι αν από συνήθεια προσπάθησα να την καταστρέψω, ουσιαστικά ποτέ μα ποτέ, δεν τα κατάφερα. Σε κάθε πιθανή «ρωγμή» που της προκαλούσα, έκλαιγα και καλούσα απελπισμένη, σε βοήθεια.

Όταν ήμουν μικρή, είχα μια κούκλα.
Μια κούκλα πολύ όμορφη.
Φορούσε κόκκινο και λευκό.
Είχε καπέλο και κορδέλα διαγώνια.
Πορσελάνινη, με μακριά ξανθά μαλλιά και μπούκλες, μέχρι την πλάτη.

Μπορούσε να περπατάει και να μιλάει,
ήταν σα να είχα αδέρφια.

Με καθοδηγούσε πολλές φορές και εγώ αρνιόμουν να ακολουθήσω, πιστεύοντας πως καθοδηγώ.
Πρέπει να χαμογελούσε, όταν ηθελημένα, μου το επέτρεπε.
Ηταν μια αξιοζήλευτη, ζωντανή, πορσελάνινη κούκλα που με κοιτούσε, την κοιτούσα και μιλούσαμε δίχως φόβο, σθεναρά.

Ζήσαμε πολλά πράγματα και καταστάσεις μαζί.
Όμορφες και άσχημες συνθήκες, μας ένωσαν.
«Μεγάλωσες», μου είπε μια μέρα και «πρέπει να σε αποχαιρετήσω»
Λυπήθηκα. Της είπα στη γλώσσα μας, «μπορώ ακόμη να σε κρατήσω».
Θα έβρισκα τον τρόπο.

Ήξερα σε κουτί δεν θα έμπαινε ξανά, ούτε σε κάποια γωνία ή σε κάποιο κρεβάτι για πάντα θα κατοικούσε. Και να πάει αλλού, δεν ήθελε. Με εμένα ένιωθε πως η αποστολή της, στον κόσμο αυτό, έπρεπε να κλείσει.
Κάλεσα πολλές φορές σε βοήθεια, στην αρχή δεν την άφηνα να φύγει, μα ένα δάκρυ στα γαλανά της μάτια μου έδειξε, πως ο ωκεανός της την περίμενε και όφειλα να την αφήσω την πόρτα αυτής της πύλης, η ίδια, να την κλείσει.

Την αποχαιρέτησα με δάκρυα και αναστεναγμούς, μα με μια αγάπη που δεν έλεγε να λυγίσει. Την ξέχασα μεγαλώνοντας, αρνούμενη, να δεχτώ πως την «φυγή», εγκατάλειψη, την είχα βαφτίσει.

Και μετά σαν πέρασαν τα χρόνια, ανακάλυψα, κατά συνέπεια,
τον λόγο που τόσο την είχα αγαπήσει.
Κάποιος πολύτιμος, στερήθηκε ψωμί και τυρί για να μου την δωρίσει.
Κι ήταν τα μόνα που είχε για να φάει.

Γιατί όταν ήμουν μικρή,
Είχα μόνο μία κούκλα συναισθηματικά ακριβή κι αυτό η ψυχή, μπορούσε να το αναγνωρίσει.

Ήταν πολύτιμη γιατί δημιουργήθηκε από τη βασική στέρηση ενός ανθρώπου, που γεννήθηκε από την ανάγκη του, να μου τη δωρίσει..

Για να χαμογελάω και να μην καταλαβαίνω το γιατί.
Απλώς να νιώθω…
Και να νιώθω….
Κι η ανάγκη αυτή, να είναι η Ζωή.

Όταν ήμουν μικρή, είχα μια κούκλα, μα ήταν ο θησαυρός μου!
Και σήμερα, γεννιέται ξανά.
Στις αλληγορίες μου, στις θύμησές μου, στα παιδικά μου όνειρα.
Χαλάλι!


H Κούκλα - Κική Κωνσταντίνου


#Κική_Κωνσταντίνου
#Η_Έκφρασή_μου
#Εκφράσου
#Ονειρεύομαι
#Πεζό


Σχόλια

  1. Πολύ όμορφο και πολύ με συγκίνησε Κική. Για έναν παράξενο λόγο, θες η Μητέρα μου λάτρευε τις κούκλες και μάζευε πολλές, δεν έμεινα αδιάφορος και εγώ στην ομορφιά τους.
    Μάλιστα στα χρόνια που η El Greco, την θυμάσαι ; έδινε μικρά αριστουργήματα.
    Πολύ τρυφερό το σημερινό σου εδώ μας ταξιδεύει πολλά χρόνια πριν.
    Καλό απόγευμα Κική μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κική μου...απα πα..καλέ κι εγώ μοναχοπαίδι ήμουν και τις αγαπούσα όλες, δεν τις κατέστρεφα!!! Υπέροχο κείμενο , σε βλέπω γρήγορα να μας βγάζεις και βιβλίο..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τί όμορφο κείμενο Κική μου όπως όλα όσα γράφεις .
    Η κούκλα σου μοιαζειαφου κι εσύ κούκλα είσαι .
    Καλή συνέχεια και φιλάκια πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...