Ο δρόμος είναι γκρίζος και άδειος. Ο δρόμος είναι πλατύς και ωραίος. Ο δρόμος είναι άδειος κτιρίων. Ο δρόμος δεν κατοικείται. Ο δρόμος είναι άδειος ανθρώπων. Ο δρόμος είναι μόνο δικός μου.
μετακινούμαι κρατώντας στο λαιμί την πάλευκη μπέρτα του οίκου, σημείο καλύψεως. Σήμα του οίκου.
Πρόσωπα ιδιαιτέρως χλωμά με αβέβαιο περίγραμμα τοποθετημένα σε επάλληλους κύκλους, παραμένουν ώρες ακίνητα, ατενίζουν την γραμμή των κατόπρων. Το δέρμα των προσώπων αβρό, τεντωμένο προσεκτικά στις γωνίες, κρύβει πονηρά και καλαίσθητα τους τρέμοντες γηρασμένους ιστούς του. τα πρόσωπα που δεν τα γνωρίζω αποπνέουν μυρωδιά από φράουλα και ξυνισμένο αγγούρι. Χαμογελώ στα διπλά περιθώρια των επαναλαμβανόμενων κατόπρων και στα ολόσωμα πορταίτα των γυμνών καλλονών που καθορίζουν τα όρια του χώρου. Τα πρόσωπα παραμένουν ακίνητα με προτεταμένην την γραμμή του λαιμού τους.
Τα χέρια των Χερουβίμ μαλακά και ευαίσθητα μετακινούνται με γρηγοράδα πουλιών, πολλαπλασιάζονται στις γραμμές των κατόπρων. Στην παραμικρή μετακίνηση η άψογη γραμμή του λαιμού αναδιπλώνει τους τρέμοντες γηρασμένους ιστούς του. τα δάκτυλα επανέρχονται φυλακίζουν την γραμμή του λαιμού, ελαφρύνουν την πίεσι, κατεβαίνουν ως την καμπύλη του στήθους, χαϊδεύουν την χλώμη τρέμουσα σάρκα.
Απαιτώ απ’ τα Χερουβεί, που τεχνικά με μαλάζουν την ίδια αβρότητα που συνήντησα στα περιθώρια των επαναλαμβανομένων κατόπρων, την ίδια αρωματισμένη με φράουλα μάλαξι. Η μάλαξι προχωρεί σε απολύτως ευαίσθητα κέντρα.
Ικανοποιημένη, ασφαλής και περίπου ιστότιμη, απολαμβάνω την ροζ ευδαιμονία του οίκου και την παχειά μυρωδιά της ώριμης φράουλας.
Ήταν αποσπασματικοί, τρίτης φιλολογίας ψιμμυθίων και ευγενών εσωρρούχων, γλώσσας περίπου άγνωστης , ερμητικής και απορρήτου, πανικοβάλλει την ακοή και την μνήμη μου.
Λάουρα….Λάουρα. Άουρα Λαύρα,.. Λόρο Λάουρα Λαύρα, Λόρο, Λάουρα, Άουρα Λάουρα Λόρο Όρο Άουρα Λαύρα ΛαουραΑουραΛαύρα. ΛορόΛαϊ ΛαϊΛοροΛαούρα…
Τα πρόσωπα των γυναικών μετατίθενται στα περιθώρια των επαναλαμβανομένων κατόπρων. Ψιθυρίζουν Λάουρα. Προφέρουν Λάουρα. Επιμένουν Λάουρα, Τα Χερουβείμ έψαλλαν Λάουρα. Ψελλίζω Λάουρα, προσπαθώ Λάουρα, Επαναλαμβάνω Λάουρα, Χαμογελώ Λάουρα.
Τα Χερουβείμ έφερα πρώτα το μήνυμα, πλήθος μηνύματα απ’ όλες τις Λάουρες σ’ όλες τι Λάουρες. Μετακινούμαι κατά την φορά των κατόπρων. Τοποθετούμαι στην γραμμή των γυμνών ολόσωμων πορτραίτων. Δοκιμάζω Λάουρα. Συλλαβίζω Λάουρα. Ψελλίζω Λάουρα. Αρθρώνω Λάουρα. Κραυγάζω Λάουρα., ‘Απθρα. Λαύρα.
Οι άντρες σταυρώνουν τα πόδια, σε μια κίνηση ιδιαιτέρως αβρή που πολύ μου αρέσει, τα πόδια των ανδρών πιάνουν ελάχιστο χώρο.
Είναι επίσης ο δρόμος. Αυτός υπάρχει έξω απ’ το χώρο. Συνεχής πυκνός στο ρυθμό του, ακολουθεί την τροχιά την δικιά του, αυτή των Προ – πο, του εσπρέσσο του Νάκυ. Επικρατεί μυρωδιά από φρέσκο κρεμμύδι,, συνδυασμένη με καφέ και σουβλάκι. Σιωπώ και ακούω. Ο ρυθμός, η απλυσιά, η νοσταλγία του δρόμου.
Στο χώρο με τον κίτρινο ήλιο και τις κόκκινες βελουδένιες κουρτίνες, εκεί που τώρα υπάρχω, διαπιστώνω νοσταλγία φωτός στους τρεις αγνώστους άνδρες. Ψεύδος, τους άνδρες δεν τους γνωρίζω.
Είμαι καθισμένη στην άκρη του χώρου, βλέπω τους τρεις αδύνατους άνδρες κατά το ημίσυ μόνο.
Καθέτως το ήμισυ.
Κάθονται σε τρία χωριστά καφετιά τετραγωνισμένα τραπέζια/
Η διάταξη ανδρών και αντικειμένων είναι μόνον κατά μήκος εμού και του χώρου.
Παρακολουθώ και εποπτεύω. Ο δρόμος απαιτεί συνεχή κίνηση.
Ο χώρος ο εντός, στοιχειώνει την κίνηση.
Ο δρόμος έχει αέναη κίνηση.
Στο χώρο η κίνηση καθηλώνεται.
Τα μισά πρόσωπα των αντρών μου αρέσουν.
Είναι χλωμά με μαύρο μουστάκι, φορούν κίτρινα μυτερά μοκασίνια. Δεξιά μου κινείται ρυθμικά η κόκκινη βελουδένια κουρτίνα. Ακουμπά στο βρώμικο κίτρινο τοίχο.
Ο χώρος δεξιά μου είναι αβέβαιος, οδηγεί σον εξώστη. Πρόβλημα 2.
Οι άνδρες δεν καπνίζουν, δεν πίνουν, δεν μιλούν μεταξύ τους, κυττάζουν ίσια μπροστά τους.
Πάνω σε κάθε τραπέζι υπάρχουν βάζα με ψεύτικα ροζ πλαστικ λουλούδια. Η κουρτίνα δεξιά μου αλλοιώνει τον ρυθμό εκατοντάδων βημάτων.
Κινούμε σε παράλληλη γραμμή με τους άνδρες. Διασχίζω κατά μήκος τον χώρο. Περνώ μπος από τους τρεις αγνώστους άνδρες. Καπνίζω. Βλέπω το υπόλοιπο κάθετο ήμυσι του προσώπου τους. Οι άνδρες φορούν αδιαφανείς νάυλον μάσκες.
Επιστρέφω, καλύπτω τον χώρο στο παράλληλο μήκος. Σταματώ ανάμεσα από δύο κατειλημμένα τραπεζάκια. Απ’ το τζάμι διακρίνω το δρόμο, βλέπω τον δρόμο. Ο ήχος από τα τρένα των τρόλλεϋ πέρασε πάνω απ’ τα πέταλα^ έσπασε πάνω στα ροζ πλαστικά λουλούδια.
Ο δρόμος εστερήθη των ήχων. Ο χώρος εστερήθη των ήχων. Ο αέρας του χώρου εκενώθη των ήχων.
Το δάπεδο του χώρου εκαλύφθη από διαφανή νάυλον φύλλα. Βουλιάζω.
Ώρα 2.30 περνώ στον αβέβαιο δεξιά ευρισκόμενο χώρο. Στο χώρο της κόκκινης βελουυδένιας κουρτίνας. Ακουμπώ στο βελούδο. Μυρίζει τσιγάρα και σκόνη.
Ββρέθηκα στο σκοτάδι της κόκκινης βελουδένιας κουρτίνας. Περπατώ στο επικλινές του διαδρόμου. Είμαι στο εξώστη κινηματογραφικής σάλλας.
Σκοντάφτω. Δεξιά μου υπάρχουν πολλές άδειες θέσεις. Ησυχία. Σκοτάδι. Πιθανόν και ασφάλεια. Κυττάζω ίσια μπροστά μου.
Ψεύδος με ενδιαφέρουν όλα τα γύρω.
Ψίθυροι, χαρτιά τσαλακωμένα πετιούνται, μυρωδιά από κρεμμύδι και λίπος^ ξανά το σουβλάκι.
Στο λαιμό μου έχω τη γεύση του λίπους. Καταπίνω. Το σκοτάδι διακόπτεται μόνο για λίγο.
Τρίζουν καθίσματα πίσω από μένα. Κάποιος μετακινείται. Αποστώμαι για λίγο, παρακολουθώ ίσια μπροστά μου.
Οι τριγμοί των καθισμάτων αυξάνουν. Κάποιος ανάβει λαθραία τσιγάρο. Μπροστά ου κάθονται δυο νέα αγόρια. Μετακινούνται. Αλλάζουνε θέση, στο τέλος βολεύονται μισοξαπλωμένα.
Η θέση δεξιά μου δεν είναι πια άδεια.
Αριστερά του διαδρόμου, στην σειρά το δική μου περίπου, μια κοπέλλα με πράσινη φούστα ακουμπάει και τα δύο πόδια στην ράχη της καρέκλας που είναι μπροστά της.
Συνήθισα εντελώς στο σκοτάδι. Βλέπω το ύψος της κάλτσας., το μηρό της κοπέλλας και την πράσινη φούστα. Το αγόρι που κάθεται μπρός από μένα σκύβει κάτι να πάρει κάτι από χάμω.
Αισθάνομαι μια μικρή κίνηση πλάι και δεξιά μου. Παρακολουθώ ένα χέρι που χαϊδεύει τον μηρό της κοπέλλας, βλέπω τα πόδια της σ’ όλο το μάκρος. Διαπιστώνω πως είναι το δικό της το χέρι.
Το αγόρι που ψάχνει Δε βρήκε τίποτε κάτω. Απ’ τη γωνιά που το βλέπω, το πρόσωπό του είναι στενό, τραβηγμένο. Δεν ψάχνει τίποτα γύρω.
Κυττάζει της κοπέλλας τα πόδια.
Ο σύντροφός του πλάι κοιμάται.
Η καρέκλα δεξιά μου κουνιέται αργά και αβέβαια. Ο άνδρας δεξιά μου είναι μονόχειρ. Το πρόσωπο του αγοριού μοιάζει ενοχλητικά γηρασμένο.
Το σκοτάδι αυξάνει και οι μονοσύλλαβοι ψίθυροι επίσης. Διακρίνω καλά την σειρά αριστερά και δεξιά μου. Σηκώνομαι.
Όρθια αντικρύζω όλο τον χώρο.
Υπάρχουν άδειες καρέκλες και μονόχειρες άνδρες.
Τα μάτια των ανδρών δεν γυαλίζουν.
Τα μάτια των ανδρών δεν με βλέπουν.
Τα μάτια των ανδρών είναι άδεια.
Δεν υπάρχει η κοπέλλα με την πράσινη φούστα.
Είμαι μάρτυρας μοναδικό του φύλου μου.,
Μάρτυρας μοναδικός και αυτόκλητος.
Μάρτυρας αδιάφορος. Μάρτυρας μόνος.
Μάρτυρας που δεν εζητήθη. Μάρτυρας που δεν ερωτήθη. Ο Μάρτυρας εμποδίζει την θέα.
Να φύγει ο Μάρτυς.
Περνάω ξυστά απ’ την κόκκινη βελουδένια κουρτίνα., ξαναβρέθηκα στο χώρο με τον κίτρινο ήλιο. Ο χώρος είναι ολότελα άδειος κατεβαίνω επτά σκαλοπάτια. Ο δρόμος είναι γκρίζος και άδειος. Ο δρόμος είναι πλατύς και ωραίος.
Ο δρόμος είναι άδειος κτιρίων. Ο δρόμος δεν κατοικείται. Ο δρόμος είναι άδειος ανθρώπων.
Ο δρόμος είναι μόνο δικός μου.
~~ Μαντώ Αραβαντινού (1923-1998)
Πρόσωπα ιδιαιτέρως χλωμά με αβέβαιο περίγραμμα τοποθετημένα σε επάλληλους κύκλους, παραμένουν ώρες ακίνητα, ατενίζουν την γραμμή των κατόπρων. Το δέρμα των προσώπων αβρό, τεντωμένο προσεκτικά στις γωνίες, κρύβει πονηρά και καλαίσθητα τους τρέμοντες γηρασμένους ιστούς του. τα πρόσωπα που δεν τα γνωρίζω αποπνέουν μυρωδιά από φράουλα και ξυνισμένο αγγούρι. Χαμογελώ στα διπλά περιθώρια των επαναλαμβανόμενων κατόπρων και στα ολόσωμα πορταίτα των γυμνών καλλονών που καθορίζουν τα όρια του χώρου. Τα πρόσωπα παραμένουν ακίνητα με προτεταμένην την γραμμή του λαιμού τους.
Τα χέρια των Χερουβίμ μαλακά και ευαίσθητα μετακινούνται με γρηγοράδα πουλιών, πολλαπλασιάζονται στις γραμμές των κατόπρων. Στην παραμικρή μετακίνηση η άψογη γραμμή του λαιμού αναδιπλώνει τους τρέμοντες γηρασμένους ιστούς του. τα δάκτυλα επανέρχονται φυλακίζουν την γραμμή του λαιμού, ελαφρύνουν την πίεσι, κατεβαίνουν ως την καμπύλη του στήθους, χαϊδεύουν την χλώμη τρέμουσα σάρκα.
Απαιτώ απ’ τα Χερουβεί, που τεχνικά με μαλάζουν την ίδια αβρότητα που συνήντησα στα περιθώρια των επαναλαμβανομένων κατόπρων, την ίδια αρωματισμένη με φράουλα μάλαξι. Η μάλαξι προχωρεί σε απολύτως ευαίσθητα κέντρα.
Ικανοποιημένη, ασφαλής και περίπου ιστότιμη, απολαμβάνω την ροζ ευδαιμονία του οίκου και την παχειά μυρωδιά της ώριμης φράουλας.
Ήταν αποσπασματικοί, τρίτης φιλολογίας ψιμμυθίων και ευγενών εσωρρούχων, γλώσσας περίπου άγνωστης , ερμητικής και απορρήτου, πανικοβάλλει την ακοή και την μνήμη μου.
Λάουρα….Λάουρα. Άουρα Λαύρα,.. Λόρο Λάουρα Λαύρα, Λόρο, Λάουρα, Άουρα Λάουρα Λόρο Όρο Άουρα Λαύρα ΛαουραΑουραΛαύρα. ΛορόΛαϊ ΛαϊΛοροΛαούρα…
Τα πρόσωπα των γυναικών μετατίθενται στα περιθώρια των επαναλαμβανομένων κατόπρων. Ψιθυρίζουν Λάουρα. Προφέρουν Λάουρα. Επιμένουν Λάουρα, Τα Χερουβείμ έψαλλαν Λάουρα. Ψελλίζω Λάουρα, προσπαθώ Λάουρα, Επαναλαμβάνω Λάουρα, Χαμογελώ Λάουρα.
Τα Χερουβείμ έφερα πρώτα το μήνυμα, πλήθος μηνύματα απ’ όλες τις Λάουρες σ’ όλες τι Λάουρες. Μετακινούμαι κατά την φορά των κατόπρων. Τοποθετούμαι στην γραμμή των γυμνών ολόσωμων πορτραίτων. Δοκιμάζω Λάουρα. Συλλαβίζω Λάουρα. Ψελλίζω Λάουρα. Αρθρώνω Λάουρα. Κραυγάζω Λάουρα., ‘Απθρα. Λαύρα.
Οι άντρες σταυρώνουν τα πόδια, σε μια κίνηση ιδιαιτέρως αβρή που πολύ μου αρέσει, τα πόδια των ανδρών πιάνουν ελάχιστο χώρο.
Είναι επίσης ο δρόμος. Αυτός υπάρχει έξω απ’ το χώρο. Συνεχής πυκνός στο ρυθμό του, ακολουθεί την τροχιά την δικιά του, αυτή των Προ – πο, του εσπρέσσο του Νάκυ. Επικρατεί μυρωδιά από φρέσκο κρεμμύδι,, συνδυασμένη με καφέ και σουβλάκι. Σιωπώ και ακούω. Ο ρυθμός, η απλυσιά, η νοσταλγία του δρόμου.
Στο χώρο με τον κίτρινο ήλιο και τις κόκκινες βελουδένιες κουρτίνες, εκεί που τώρα υπάρχω, διαπιστώνω νοσταλγία φωτός στους τρεις αγνώστους άνδρες. Ψεύδος, τους άνδρες δεν τους γνωρίζω.
Είμαι καθισμένη στην άκρη του χώρου, βλέπω τους τρεις αδύνατους άνδρες κατά το ημίσυ μόνο.
Καθέτως το ήμισυ.
Κάθονται σε τρία χωριστά καφετιά τετραγωνισμένα τραπέζια/
Η διάταξη ανδρών και αντικειμένων είναι μόνον κατά μήκος εμού και του χώρου.
Παρακολουθώ και εποπτεύω. Ο δρόμος απαιτεί συνεχή κίνηση.
Ο χώρος ο εντός, στοιχειώνει την κίνηση.
Ο δρόμος έχει αέναη κίνηση.
Στο χώρο η κίνηση καθηλώνεται.
Τα μισά πρόσωπα των αντρών μου αρέσουν.
Είναι χλωμά με μαύρο μουστάκι, φορούν κίτρινα μυτερά μοκασίνια. Δεξιά μου κινείται ρυθμικά η κόκκινη βελουδένια κουρτίνα. Ακουμπά στο βρώμικο κίτρινο τοίχο.
Ο χώρος δεξιά μου είναι αβέβαιος, οδηγεί σον εξώστη. Πρόβλημα 2.
Οι άνδρες δεν καπνίζουν, δεν πίνουν, δεν μιλούν μεταξύ τους, κυττάζουν ίσια μπροστά τους.
Πάνω σε κάθε τραπέζι υπάρχουν βάζα με ψεύτικα ροζ πλαστικ λουλούδια. Η κουρτίνα δεξιά μου αλλοιώνει τον ρυθμό εκατοντάδων βημάτων.
Κινούμε σε παράλληλη γραμμή με τους άνδρες. Διασχίζω κατά μήκος τον χώρο. Περνώ μπος από τους τρεις αγνώστους άνδρες. Καπνίζω. Βλέπω το υπόλοιπο κάθετο ήμυσι του προσώπου τους. Οι άνδρες φορούν αδιαφανείς νάυλον μάσκες.
Επιστρέφω, καλύπτω τον χώρο στο παράλληλο μήκος. Σταματώ ανάμεσα από δύο κατειλημμένα τραπεζάκια. Απ’ το τζάμι διακρίνω το δρόμο, βλέπω τον δρόμο. Ο ήχος από τα τρένα των τρόλλεϋ πέρασε πάνω απ’ τα πέταλα^ έσπασε πάνω στα ροζ πλαστικά λουλούδια.
Ο δρόμος εστερήθη των ήχων. Ο χώρος εστερήθη των ήχων. Ο αέρας του χώρου εκενώθη των ήχων.
Το δάπεδο του χώρου εκαλύφθη από διαφανή νάυλον φύλλα. Βουλιάζω.
Ώρα 2.30 περνώ στον αβέβαιο δεξιά ευρισκόμενο χώρο. Στο χώρο της κόκκινης βελουυδένιας κουρτίνας. Ακουμπώ στο βελούδο. Μυρίζει τσιγάρα και σκόνη.
Ββρέθηκα στο σκοτάδι της κόκκινης βελουδένιας κουρτίνας. Περπατώ στο επικλινές του διαδρόμου. Είμαι στο εξώστη κινηματογραφικής σάλλας.
Σκοντάφτω. Δεξιά μου υπάρχουν πολλές άδειες θέσεις. Ησυχία. Σκοτάδι. Πιθανόν και ασφάλεια. Κυττάζω ίσια μπροστά μου.
Ψεύδος με ενδιαφέρουν όλα τα γύρω.
Ψίθυροι, χαρτιά τσαλακωμένα πετιούνται, μυρωδιά από κρεμμύδι και λίπος^ ξανά το σουβλάκι.
Στο λαιμό μου έχω τη γεύση του λίπους. Καταπίνω. Το σκοτάδι διακόπτεται μόνο για λίγο.
Τρίζουν καθίσματα πίσω από μένα. Κάποιος μετακινείται. Αποστώμαι για λίγο, παρακολουθώ ίσια μπροστά μου.
Οι τριγμοί των καθισμάτων αυξάνουν. Κάποιος ανάβει λαθραία τσιγάρο. Μπροστά ου κάθονται δυο νέα αγόρια. Μετακινούνται. Αλλάζουνε θέση, στο τέλος βολεύονται μισοξαπλωμένα.
Η θέση δεξιά μου δεν είναι πια άδεια.
Αριστερά του διαδρόμου, στην σειρά το δική μου περίπου, μια κοπέλλα με πράσινη φούστα ακουμπάει και τα δύο πόδια στην ράχη της καρέκλας που είναι μπροστά της.
Συνήθισα εντελώς στο σκοτάδι. Βλέπω το ύψος της κάλτσας., το μηρό της κοπέλλας και την πράσινη φούστα. Το αγόρι που κάθεται μπρός από μένα σκύβει κάτι να πάρει κάτι από χάμω.
Αισθάνομαι μια μικρή κίνηση πλάι και δεξιά μου. Παρακολουθώ ένα χέρι που χαϊδεύει τον μηρό της κοπέλλας, βλέπω τα πόδια της σ’ όλο το μάκρος. Διαπιστώνω πως είναι το δικό της το χέρι.
Το αγόρι που ψάχνει Δε βρήκε τίποτε κάτω. Απ’ τη γωνιά που το βλέπω, το πρόσωπό του είναι στενό, τραβηγμένο. Δεν ψάχνει τίποτα γύρω.
Κυττάζει της κοπέλλας τα πόδια.
Ο σύντροφός του πλάι κοιμάται.
Η καρέκλα δεξιά μου κουνιέται αργά και αβέβαια. Ο άνδρας δεξιά μου είναι μονόχειρ. Το πρόσωπο του αγοριού μοιάζει ενοχλητικά γηρασμένο.
Το σκοτάδι αυξάνει και οι μονοσύλλαβοι ψίθυροι επίσης. Διακρίνω καλά την σειρά αριστερά και δεξιά μου. Σηκώνομαι.
Όρθια αντικρύζω όλο τον χώρο.
Υπάρχουν άδειες καρέκλες και μονόχειρες άνδρες.
Τα μάτια των ανδρών δεν γυαλίζουν.
Τα μάτια των ανδρών δεν με βλέπουν.
Τα μάτια των ανδρών είναι άδεια.
Δεν υπάρχει η κοπέλλα με την πράσινη φούστα.
Είμαι μάρτυρας μοναδικό του φύλου μου.,
Μάρτυρας μοναδικός και αυτόκλητος.
Μάρτυρας αδιάφορος. Μάρτυρας μόνος.
Μάρτυρας που δεν εζητήθη. Μάρτυρας που δεν ερωτήθη. Ο Μάρτυρας εμποδίζει την θέα.
Να φύγει ο Μάρτυς.
Περνάω ξυστά απ’ την κόκκινη βελουδένια κουρτίνα., ξαναβρέθηκα στο χώρο με τον κίτρινο ήλιο. Ο χώρος είναι ολότελα άδειος κατεβαίνω επτά σκαλοπάτια. Ο δρόμος είναι γκρίζος και άδειος. Ο δρόμος είναι πλατύς και ωραίος.
Ο δρόμος είναι άδειος κτιρίων. Ο δρόμος δεν κατοικείται. Ο δρόμος είναι άδειος ανθρώπων.
Ο δρόμος είναι μόνο δικός μου.
~~ Μαντώ Αραβαντινού (1923-1998)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ