Καλημέρα και καλή εβδομάδα, εκφραστικοί μου.
Συνήθως, ακολουθώ πρόγραμμα. Οι αναρτήσεις μου εδώ —όπως και στη συγγραφική μου σελίδα— είναι προγραμματισμένες. Αυτό δεν γίνεται από συνήθεια ή "τακτοποίηση", αλλά από ανάγκη.
Ο προγραμματισμός με βοηθά να μη χάσω τίποτα από όσα γεννιούνται μέσα μου.
Γιατί είμαι πληθωρική στην έμπνευση — γράφω όταν πονάω, όταν θυμάμαι, όταν καίγομαι, όταν σιωπώ αλλά και όταν είμαι χαρούμενη, ονειρεύομαι κι ελπίζω. Κι αν δεν οργανώσω αυτή τη ροή, κάτι πολύτιμο μπορεί να χαθεί.
Όμως σήμερα κάνω μια εξαίρεση.
Το ποίημα που ανεβάζω εκτάκτως σήμερα, το έγραψα το Σάββατο που μας πέρασε. Δεν ήταν προγραμματισμένο να δημοσιευτεί σήμερα. Και όμως, ήρθε η ανάγκη του πριν από την ώρα του.
Γιατί ο τόπος μου καίγεται.
Και όταν καίγεται ο τόπος σου — δεν μπορείς να μένεις σιωπηλός.
Δεν περιμένεις την «σωστή μέρα».
Δεν χωράς σε χρονοδιαγράμματα.
Αυτό το ποίημα το ανεβάζω σήμερα,
γιατί είναι η δική μου κραυγή.
Η δική μου στάχτη που δεν έγινε σιωπή.
Το φως που σώζεται τελευταία.



Αυτό δεν είναι ποίημα μόνο για τις φωτιές.
Είναι μια κραυγή για όσα δεν σώθηκαν —
και για εκείνους που μένουν όρθιοι,
με τα μάτια γεμάτα στάχτη.



Εκεί, που τελειώνουν όλα (ο τόπος μας)
Κάποτε υπήρχε δάσος.
Τώρα υπάρχει σιωπή.
Μια σιωπή που δεν απλώνεται — καταπίνει.
Περπατάω μέσα της με τα χέρια στις τσέπες
και τα μάτια μου γεμάτα στάχτες.
Όχι από τις φωτιές. Από αυτά που δεν θα ειπωθούν ποτέ.
Από αυτά που έγιναν,
και κανείς δεν άντεξε να κοιτάξει κατάματα.
Το δάσος κάηκε.
Μα εγώ — εγώ άρχισα να καίγομαι πιο πριν.
Όταν οι άνθρωποι έπαψαν να κοιτάζουν προς το χώμα.
Όταν μάθαμε να πατάμε πάνω του σαν να μη μας ανήκει.
Όταν η καρδιά έγινε βολική και ο πόνος ντροπή.
Κανείς δεν σώζεται εδώ.
Ένας άντρας στέκεται όρθιος ανάμεσα στα αποκαΐδια.
Δεν κρατάει νερό. Ούτε σημαία.
Μόνο μια φωτογραφία διπλωμένη στα δύο
και μια προσευχή που έχει ξεχάσει σε ποιον θεό ανήκει.
Τα βράδια,
η φωτιά ανεβαίνει από το στομάχι και χτυπάει στο στήθος.
Δεν λέγεται.
Δεν φαίνεται.
Μόνο καίει.
Όχι με φλόγες — με αναμνήσεις.
Με τις φωνές που σώπασαν.
Με τα δέντρα που δεν θα ξαναγίνουν παιδιά.
Κάθε που φυσάει ο άνεμος,
τα μάτια μου γεμίζουν με εκείνη τη σκόνη —
όχι απ’ το χώμα.
Απ’ το πριν.
Απ’ το «αν είχα φύγει λίγο νωρίτερα»
κι απ’ το «δεν πρόλαβα να σώσω τίποτα».
Κι όμως.
Στέκομαι.
Όχι γιατί πιστεύω.
Όχι γιατί ελπίζω.
Αλλά γιατί δεν ξέρω να κάνω αλλιώς.
Γιατί κάτι μέσα μου,
αυτό το θηρίο που δεν μίλησε ποτέ,
συνεχίζει να ανασαίνει.
Και μέσα απ’ τις στάχτες,
όχι αύριο —
όχι μετά —
κάποτε,
θα σηκωθεί πάλι εκείνο που δεν έχει όνομα.
Εκείνο που δεν κάηκε ποτέ.
Εκείνο που δεν λύγισε ούτε όταν εγώ έπεσα.
Δεν το λες ζωή.
Δεν το λες λύτρωση.
Το λες:
«είμαι ακόμα εδώ.»
Και αυτό,
σε έναν κόσμο που όλα τελειώνουν,
είναι ήδη κάτι παραπάνω από αρκετό.
---
Δεν έγραψα για να παρηγορήσω.
Ούτε για να δώσω ελπίδα.
Έγραψα γιατί το σώμα δεν άντεχε πια τη σιωπή.
Έγραψα γιατί η στάχτη έχει φωνή —
κι αν τη σωπάσουμε,
θα την κουβαλάμε μέσα μας για πάντα,
σαν εσωτερική φωτιά που δεν σβήνει.
Αυτό το κείμενο είναι για όσους μένουν,
χωρίς να ξέρουν γιατί.
Για όσους κοιτούν το καμένο τοπίο
και συνεχίζουν να το αποκαλούν «σπίτι».
Για όσους δεν ψάχνουν ήρωες,
αλλά σκιές που στάθηκαν λίγο παραπάνω.
Κάποτε η λύτρωση δεν έρχεται με φως.
Έρχεται με αποδοχή.
Με μια αργή, πνιγμένη ανάσα.
Με μια φράση που δεν λέγεται δυνατά:
«είμαι ακόμα εδώ».
Αυτό είναι αρκετό.
Για σήμερα.
– Κ.Κ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ