Στο διπλανό δωμάτιο γελάνε.
Ψίθυροι χαράς, φωνές ελαφριές,
που σπάνε τη σιωπή,
σαν βέλη στο στήθος της.
Και εκείνη, στο μπάνιο,
με το νερό να πέφτει βαρύ,
στο δέρμα της, στα μαλλιά της,
κλαίει, λυγίζει,
και δεν μπορεί να πάρει ανάσα.
Η ασφυξία την πνίγει —
και δεν είναι μόνο το νερό που πνίγει το πρόσωπό της,
είναι οι ήχοι που σπάνε τα όριά της,
είναι τα γέλια που την κάνουν να αισθάνεται αόρατη,
σαν να μην έχει φωνή,
σαν να μην έχει χώρο.
Κάθε λυγμός κολλάει στον λαιμό της,
το στήθος της σφίγγει σαν να θέλει να σπάσει,
και η ανάσα γίνεται θρύψαλα,
σε ένα δωμάτιο που μοιάζει με φυλακή.
Την πνίγει το νερό,
την πνίγει η μοναξιά,
την πνίγουν τα γέλια του διπλανού δωματίου,
που της λένε «δεν είσαι εδώ»,
«δεν είσαι αρκετή»,
«είσαι μόνη».
Κλαίει χωρίς ήχο,
μα οι λυγμοί της βουβοί ουρλιάζουν,
καθώς η ασφυξία γίνεται θηλιά γύρω από την ψυχή της.
Κι όμως, ανάμεσα στο κρύο νερό και το βαρύ σκοτάδι,
κάτι μέσα της αντιστέκεται —
μια σπίθα που δεν σβήνει,
μια φλόγα που θέλει να ανασάνει,
να σπάσει την αλυσίδα,
να βγει από το δωμάτιο,
να ζήσει.
Και τότε, με μια βαθιά, σπασμένη ανάσα,
μαζεύει όλη τη δύναμη που της μένει,
σαν να σπάει το νερό το τζάμι μιας φυλακής.
Κοιτάζει τον καθρέφτη,
βλέπει τα μάτια της κόκκινα, κουρασμένα,
μα γεμάτα αγώνα,
και ψιθυρίζει μέσα της —
«Είμαι ακόμα εδώ.»
Η ανάσα της γίνεται πιο σταθερή,
τα γέλια από το διπλανό δωμάτιο λιγοστεύουν,
το νερό γλυκαίνει,
και το βάρος μέσα της αρχίζει να μαλακώνει.
Σηκώνει το κεφάλι της,
και το πρώτο χαμόγελο μετά από καιρό,
σπάει τον πάγο,
μια νέα ανάσα,
μια νέα αρχή.
Το δωμάτιο δεν είναι πια φυλακή,
είναι ο τόπος που γεννιέται η ελευθερία,
και κάτω από το νερό του ντους,
η κοπέλα που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα,
τώρα ανασαίνει, ζει,
και ξέρει πως ο πόνος δεν είναι το τέλος.
Κική Κωνσταντίνου
Ένα σπουδαίο φινάλε στην περιπλάνηση της απαγγελίας, Κική μου. Η ηρωίδα σου λεύτερη με ανάσες και οντότητα έξω από περιορισμούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως πάντα όμορφες εμπνεύσεις.
Την καλησπέρα μου, καλή μου.