φοράει τη θλίψη της
όπως φοράς το δέρμα σου —
όχι για να φαίνεται
αλλά γιατί δεν μπορείς να την βγάλεις.
στο βλέμμα της
κάτι ραγίζει διαρκώς
μα δεν ακούγεται.
μιλάει με φωνή
που ξέρει να μην ενοχλεί
να μη βαραίνει
να περνά απαρατήρητη.
κι έτσι όλοι λένε
πως είναι καλά.
κανείς δεν την είδε
όταν ξυπνά με μάτια υγρά
χωρίς να ξέρει γιατί.
κανείς δεν κατάλαβε
πως κάθε χαμόγελο
είναι μια πράξη κόπωσης —
μια πράξη επιβίωσης.
όταν λέει "είμαι εντάξει",
θέλει μόνο
να μην χρειαστεί να εξηγεί
αυτό που δεν χωρά σε λέξεις.
η μοναξιά της
δεν είναι επειδή είναι μόνη.
είναι επειδή κανείς
δεν μπαίνει μέσα.
κανείς δεν αντέχει
τον ήχο του πόνου της
ακόμα κι όταν δεν τον ακούει.
κι έτσι
στέκεται
ήσυχη,
ντυμένη με τη σκιά της,
σαν κάτι φυσικό —
ένα έπιπλο που δεν αλλάζει θέση.
μέχρι που γίνεται
αόρατη.
Κική Κωνσταντίνου
Πόσο δύσκολο τελικά είναι να δεις κάποιον που υποφέρει, που είναι δυστυχισμένος, που είναι μόνος. Πόσο δύσκολο να μπεις στην καρδιά του, να ανοίξεις την πόρτα και να διαβείς. Γιατί η δοτικότητα και η αλληλεγγύη έγιναν τόσο απρόσιτες;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Κική μου.