Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Σιωπή της Ανάμνησης

 



Η Άννα περπατούσε αργά στον ίδιο δρόμο κάθε απόγευμα. Το φως του ηλιοβασιλέματος έριχνε μια χρυσαφένια αχτίδα πάνω από τις στέγες των σπιτιών, και η ζέστη της ημέρας υποχωρούσε αργά. Όλα γύρω της είχαν τη γλυκιά ηρεμία της επαρχίας, που όμως δεν μπορούσε να καταπνίξει την ένταση που κυριαρχούσε μέσα της. Ήξερε πως το περπάτημα αυτό, οι συνηθισμένες της βόλτες, είχαν έναν μόνο σκοπό: να την κρατούν μακριά από τη σιωπή του σπιτιού της.

Η σιωπή είχε γίνει η μόνιμη συντροφιά της από τη στιγμή που χάσε την κόρη της, την Ελένη, και τον άντρα της, τον Μιχάλη, σε ένα τροχαίο ατύχημα, περίπου δυο χρόνια πριν. Κάθε φορά που η σκέψη της ταξίδευε πίσω εκείνο το βράδυ, το πρόσωπο της Ελένης, γεμάτο ζωή και χαμόγελο, φαινόταν να χάνεται, να γίνεται αχνό, σαν να είχε ποτέ υπάρξει πραγματικά.

Σήμερα ήταν μια ακόμα μέρα χωρίς φωνές στο σπίτι. Χωρίς τις συζητήσεις, τα γέλια, τις αντιπαραθέσεις που κάποτε γεμίζανε το χώρο με ζωή. Τώρα, όλα ήταν άδεια, ακόμα και οι τοίχοι φαινόταν να έχουν αποδεχτεί την σιωπή που είχε έρθει μαζί με την απώλεια.

Καθώς βάδιζε στον γνώριμο δρόμο, συνάντησε έναν άντρα. Ήταν νέος, γύρω στα τριάντα, με τα μάτια σκοτεινά από την κούραση και την θλίψη. Ο Νίκος, όπως της συστήθηκε, είχε χάσει τη μητέρα του πριν από λίγο καιρό και τώρα, σαν τον ίδιο τον θάνατο, έμοιαζε να στοιχειώνει τα βήματά του. Περπατούσε με το κεφάλι χαμηλωμένο, σαν να προσπαθούσε να αποφύγει την ίδια του τη ζωή.

Για κάποιο λόγο, εκείνη την ημέρα η Άννα ένιωσε μια περίεργη σύνδεση με αυτόν τον άντρα. Είχε δει τα μάτια του και είχε διαβάσει την απώλεια που έφεραν μαζί τους. Εκείνο το βλέμμα, που θύμιζε τη δική της θλίψη. Δεν μίλησαν αμέσως, αλλά η Άννα παρατήρησε τον Νίκο να στέκεται στην άκρη του δρόμου, με το βλέμμα στραμμένο στο κενό.

Η πρώτη συνάντηση τους ήταν σιωπηλή, γεμάτη από μια αμοιβαία αναγνώριση του πόνου. Όμως, από εκείνη τη μέρα, η Άννα άρχισε να τον παρακολουθεί, χωρίς να τον τρομάξει. Τον έβλεπε συχνά να περπατάει, χαμένος στις σκέψεις του, και κάποια στιγμή, αργά, άρχισε να τον χαιρετάει με έναν απλό, σχεδόν αόρατο νεύμα. Απλώς ένας τρόπος να του δείξει ότι τον καταλάβαινε, χωρίς να χρειάζεται να πει λέξεις.

Ο Νίκος, αρχικά απομονωμένος και κλειστός, άρχισε να την παρατηρεί και αυτός. Σιγά-σιγά, μια παράξενη επικοινωνία αναπτυσσόταν μεταξύ τους, χωρίς να ανταλλάσσουν παραπάνω από τα απαραίτητα. Όμως, αυτή η σιωπηλή σύνδεση ήταν αρκετή για να ξυπνήσει κάτι μέσα του.

Μια μέρα, ο Νίκος σταμάτησε μπροστά της, αναστενάζοντας. "Περπατάτε πάντα εδώ, δεν κουράζεστε ποτέ;" τη ρώτησε, με έναν τόνο γεμάτο παράπονο και περιέργεια.

"Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βρω λίγη ηρεμία", απάντησε η Άννα. "Κάθε βήμα με φέρνει λίγο πιο κοντά στην ηρεμία που δεν βρίσκω αλλού".

"Εγώ, ίσως να μην βρω ποτέ ηρεμία", είπε ο Νίκος με μια πικρή ειρωνεία στη φωνή του. "Η μητέρα μου πέθανε και τώρα δεν ξέρω ποιος είμαι. Πώς να προχωρήσεις όταν τα πάντα γύρω σου έχουν διαλυθεί;"

Η Άννα τον κοίταξε στα μάτια και για πρώτη φορά μίλησε με ειλικρίνεια. "Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση σε αυτό. Αλλά κάτι μου λέει πως, όσο δεν το παραδεχόμαστε, όσο δεν το αποδεχόμαστε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Ο πόνος είναι μέρος μας, αλλά δεν πρέπει να μας κρατάει στάσιμους."

Οι λέξεις της έπεσαν πάνω του σαν βροχή μετά από μια μεγάλη ξηρασία. Και για πρώτη φορά, ο Νίκος ένιωσε πως ίσως δεν ήταν μόνος στον κόσμο. Ότι η Άννα, παρά την ίδια της την απώλεια, είχε καταφέρει να ανασυντάξει τον εαυτό της. Είχε μια ηρεμία που εκείνος δεν είχε καταφέρει να βρει.

Αρχικά, οι συναντήσεις τους ήταν σύντομες, γεμάτες από μικρές κουβέντες, βλέμματα και σιωπές. Όμως σιγά-σιγά, και οι δύο άρχισαν να ανοίγονται. Η Άννα του έλεγε για την Ελένη, για τον Μιχάλη, και για τις στιγμές τους. Ο Νίκος, με κάθε λέξη, άφηνε λίγο από το βάρος του πόνου του να βγει στην επιφάνεια. Την ίδια στιγμή, εκείνος της μιλούσε για τη μητέρα του, για την απώλεια της οποίας είχε παραμερίσει το θρήνο, για να αντιμετωπίσει την αίσθηση της αδικίας που τον κατατρόπωνε.

Κάποια στιγμή, οι βόλτες τους έγιναν πιο συχνές και οι συζητήσεις τους πιο βαθιές. Ήξεραν πως η εποχή της απόλυτης σιωπής είχε περάσει. Αλλά ο πόνος τους ποτέ δεν θα έφευγε τελείως. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προχωρήσουν μαζί, κρατώντας ο ένας τον άλλο για λίγο περισσότερο χρόνο.

Μια μέρα, στο σημείο του δρόμου όπου είχε συμβεί το ατύχημα, η Άννα και ο Νίκος σταμάτησαν. Δεν χρειάστηκε να πουν τίποτα. Και οι δύο ήξεραν πως ήταν εκεί για να θυμηθούν, να τιμήσουν, να συγχωρήσουν. Για να αποδεχτούν πως, παρά τον πόνο, η ζωή προχωρά.

Ήταν εκεί, μαζί, και το φως του ηλιοβασιλέματος τους περιέβαλλε με μια γλυκιά ζεστασιά. Η Άννα γύρισε και κοίταξε τον Νίκο. "Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε ποτέ να ξεχάσουμε", είπε χαμηλόφωνα. "Αλλά τουλάχιστον, μπορούμε να μάθουμε να ζούμε με αυτό".

Ο Νίκος ένευσε, και για πρώτη φορά, το βλέμμα του ήταν ήρεμο, σχεδόν ειρηνικό. "Ναι. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό".

Και οι δύο περπάτησαν μαζί, ο καθένας με το βάρος του, αλλά με την ελπίδα ότι το αύριο θα τους ανήκε, ακόμα κι αν το χθες δεν θα τους αφήσει ποτέ τελείως.

 

_________________ 

 

Kαλημέρα και καλό τριήμερο, εκφραστικοί μου.

Να περάσετε όμορφα και να ξεκουραστείτε.

Σας φιλώ και σας στέλνω τη σκέψη μου. 

Σχόλια

  1. Σαν πρώτο σχόλιο έχω να πω για αυτήν την υπέροχη εικόνα, Κική μου. Δεν ξέρω αν την βρήκες στο δίκτυο ή την δημιούργησες με κάποιο πρόγραμμα από τα τελευταία. Είναι όμως συγκλονιστική.
    Σε προδιαθέτει για αυτό που θα διαβάσεις. Οι εκφράσεις των δύο προσώπων είναι ένα ποίημα συναισθημάτων αλλά και η ανάπτυξη της γραφής και του θέματός σου, άλλο τόσο.
    Από τα καλύτερα μικρά σου των τελευταίων καιρών, Κική μου.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα αγαπημένε μου.
      Τη βρήκα στο διαδίκτυο αλλά μοιάζει να έχει δημιουργηθεί με πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης. Δεν έγραφε πηγή πάντως.
      Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Al

Καλημέρα εκφραστικοί μου, ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Α μφιταλαντεύτηκα πολύ για το εάν πρέπει και εάν θέλω πράγματι να κάνω αυτή την ανάρτηση και πότε, και τελικά αποφάσισα πως θέλω. Η ψυχή μου δηλαδή, θέλει.  Ί σως συνέβαλε και το γεγονός ότι η τελευταία μου ανάρτηση στο blog είχε ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση, κάτι που ένιωσα σαν σημάδι πως "περιμένετε" να διαβάσετε κάτι από εμένα.   Παρότι μου ζητήθηκε νωρίτερα να ανοίξω την καρδιά μου και να πω όσα νιώθω, δεν το έκανα και δεν το μετανιώνω. Το έκανα όμως εκεί που έπρεπε, την ώρα που έπρεπε, και βλέποντας ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον για το αν είμαι καλά, εγώ.  Τούτη η ανάρτηση, λοιπόν, δεν θα δημοσιευθεί τη στιγμή που γράφεται, θα προγραμματιστεί και θα δημοσιευθεί λίγο αργότερα και ίσως να είναι η πρώτη φορά που θα έχω κλειστά τα σχόλια και ο λόγος αυτού, γιατί το αντιλαμβάνομαι σαν μία πράξη "Αντίου".  Η παρομοίωση ποιητικά, θα ήταν σαν να κλείνεις μια πόρτα και να μην έχεις ανάγκη να ακούσεις ή να δεις κάτι άλλο γιατί...

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Η Μουσταλευριά

Καλημέρα εκφραστικοί μου! Ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Σήμερα ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα διήγημα από εκείνα, τα αγαπημένα, που με γυρίζουν τόσο πίσω, σε μια ζεστή αγκαλιά… Ήταν απόγευμα, πριν λίγες μέρες, όταν με κέρασαν μια μουσταλευριά από ένα μικρό μίνι μάρκετ της γειτονιάς μου. Το φτιάχνει μια τοπική, οικογενειακή επιχείρηση. Δεν ξέρω αν ήταν η γεύση της, η υφή της ή η μυρωδιά του μούστου που με χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά. Πάντως, δεν ήταν ούτε τόσο νόστιμη ούτε τόσο όμορφη (εξωτερικά) όπως ήταν η δική της. Ξαφνικά βρέθηκα αλλού. Σαν να γύρισα πίσω, πολλά χρόνια πριν. Εκεί, στο χωριό… Στην αυλή της γιαγιάς, της δικής μου της λεβέντισσας. Με το χώμα να μυρίζει φθινόπωρο και τα τζιτζίκια να έχουν πια σωπάσει. Με τα ρούχα πλυμένα στο πλυσταριό και έπειτα απλωμένα στο  σχοινί και το πατητήρι γεμάτο σταφύλια που μας περίμεναν υπομονετικά. Κι όλα αυτά πλαισιωμένα με τη μυρωδιά του ασβέστη όταν ασβέστωνε το σπίτι της. Η εποχή του τρύγου… Αχ, αυτή η εποχή πόσο γρήγορα πάντ...