Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης - Απαγγέλει ο ίδιος ο ποιητής
Κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας
Η απαγγελία προέρχεται από το περιοδικό «Οδός Πανός» και κυκλοφόρησε με
το τεύχος Απρίλιος - Ιούνιος 2008. Στο συγκεκριμένο cd, που την
επιμέλεια έχει ο Πάνος Σαββόπουλος, το πρώτο ποίημα απαγγέλει ο ίδιος ο
ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και συνεχίζει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη με την
επιλογή και ανάγνωση πολλών ακόμη ποιημάτων του Τάσου Λειβαδίτη.
Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. Πάντοτε
σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου,
έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα
πίσω απ' τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα
το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη
νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν
χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον
κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο
τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί
πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,
αγαπημένη μου...
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της
ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα
που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ... έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα
σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα.
"Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις", έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο
τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο
μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ' αναζητάω σαν τον τυφλό που
ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ' ένα σπίτι που 'πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα
χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η
κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα 'λυνες ξαφνικά εκείνα τ' ασύγκριτα
τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα 'τρεχε και σαν μια ταπεινή
υπηρέτρια θα σου 'βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα
ξυπνούσαν οι γείτονες... Όλα έχουν μείνει όπως τα 'φησες θα σου 'λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος
κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε
παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και
ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο
φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν
αυτό σε πειράζει μπορώ να 'ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το
χώμα που θα με σκεπάσει δε θα 'ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών,
μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ
με να 'χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις.
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.
Πίνακας περιεχομένων
Βίος
Γιος
του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της
Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και
τρεις αδερφούς. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ
που διοργάνωνε εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς να
πάρει μέρος ως μάχιμος. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί
και να εξοριστεί. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.[2]
Το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Μεταφέρθηκε μετά από ένα χρόνο στη Μακρόνησο όπου ξεκίνησε τη συγγραφή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952
εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της
νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980
(με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω
δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου
δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών
ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει
λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο
Pόκκος.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο
Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό
του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα
του Φθινοπώρου».
Επιπλέον δράση
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη,
στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' -
Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά
που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη[3].
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά,
Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.
Τιμές και διακρίσεις
Τιμήθηκε
με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη
Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»),
το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του
«Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή
«Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το
«Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε
την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε
κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και
αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Μια τεράστια πνευματική μορφή του τόπου και του λαού μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαίρετο το αφιέρωμά σου Κική μου. Σε μορφές των οποίων οι παρακαταθήκες οφείλουν να μας καθοδηγούν.
Τα φιλιά μου στη μέρα σου.