" Εχθές το βράδυ επέτρεψα στον εαυτό μου να κάνει ένα μακρινό ταξίδι.
Ένα ταξίδι στο παρελθόν, στην στιγμή της μέρας, της νύχτας, της γέννησής μου.
Ήμουνα στη θερμοκοιτίδα λέει και γελούσα.
Κάποιες γλυκές νοσοκόμες με πείραζαν λέει, μου χάιδευαν απαλά τα μάγουλα κι εγώ γελούσα. Ακούς εκεί! Μωρό παιδί και γελούσα, λέει!
Και τώρα γελάω. Γίνομαι πάλι παιδί και γελάω.
Μ’ αρέσει αυτό το γέλιο. Μ’ αρέσει που η άκρη του ματιού συναντιέται με το πάνω μέρους του μάγουλου. Δημιουργεί όλο αυτό μια τσαχπινιά που ολότελα με εκφράζει.
Ήμουνα μωρό λέει και είχα στο χέρι ένα ροζ βραχιολάκι.
Ωραίο που ήτανε το ροζ το βραχιολάκι. Μα πού να βρίσκεται άραγε;
Και δίπλα μου ήτανε ένα άλλο μελαχρινό μωρό και είχε στο χεράκι του ένα γαλάζιο βραχιολάκι.
Ωραίο που ήτανε το γαλάζιο βραχιολάκι. Το έχεις άραγε εσύ;
Με μάτια μεγάλα με κοίταξες και δάκρυσες. Κι ύστερα ακούστηκαν «νιαουρίσματα» πολλών, μικρών ανθρώπων.
Και εγώ γελούσα. Γελούσα λέει. Γιατί γελούσα άραγε;
Ήθελα να ξεχωρίζω ή ήθελα να τους αφήσω να διακρίνουν την όποια ιδιαιτερότητά μου;
Τι σημασία έχει;
Ψυχούλες! Αγνές ψυχούλες ήμασταν, μα παραμείναμε;
Δεν ξέρω….
Θέλω τόσο να πω το Ναι, μα το Όχι μοιάζει να κραυγάζει..
Άφησα που λες την ψυχή μου εκείνο το βράδυ σε αυτό το μακρύ ταξίδι να θυμηθεί πώς ηταν όταν επισκέφτηκε το κόσμο μας και πώς είναι τώρα, που τις έχω φορτώσει τόσα άγχη, τόσες πικρίες, τόσα ανείπωτα λόγια και τόσα αναπάντητα γιατί.
Κατά έναν περίεργο τρόπο μετά την επίσκεψη εκείνη στο τόσο μακρινό ταξίδι, σα να αλάφρυνε, νιώθω, η ψυχή μου και μου άρεσε πολύ. Σα να βλέπω ένα δωμάτιο να γεμίζει με λευκό χρώμα και να φωτίζει όλους τους σκούρους τοίχους που υπήρχαν.
Με είδα, που λες, να με κρατάνε ανάποδα οι νοσοκόμες και να με πλένουνε με καθαρό νερό και αισθάνθηκα γελοία.
Μα πώς με κρατάνε; Σκέφτηκα.
Θα τους πέσω.
Είναι αστείο.
Φαντάσου πως έκανα ακόμη την κίνηση να με κρατήσω, να μην πέσω και χτυπήσω.
Δεν έπεσα. Αφέθηκα, καθάρισα, έφυγε το κόκκινο, έμεινα λευκή.
Να δεις πώς μοσχοβολάω… κρίνους επάνω σε λευκά περιστέρια θυμίζει το άρωμα που εκφράζω.
Έτσι μου αρέσω. Τυλιγμένη σε λευκή και ροζ κουβερτούλα να κατευθύνομαι να γνωρίσω τους ανθρώπους που με φέρανε στη ζωη και όλους εκείνους που θα τύχει έπειτα να συναντήσω.
Είδα πρόσωπα χαρούμενα και μάτια συγκινημένα. Τους χαμογέλασα, μα ήμουν τόσο κουρασμένη. Να αποκοιμηθώ ήθελα, μα μια αγκαλιά με έσφιξε και με ταλαιπώρησε λιγάκι, ώστε να έρθει η στιγμή να κλείσω τα μάτια, να κοιμηθώ και να ξυπνήσω όταν πεινάσω.
Και όταν ξύπνησα είχα φύγει από το ταξίδι, τ’ όνειρο εκείνο και ήμουνα σε έναν καναπέ αγκαλιά με ένα βυσσινί τηλεκοντρόλ, που μου θύμιζε στάλα θείας δίκης.
Κι άκουσα απόηχους.
Έρχονταν από κάποιο τηλεοπτικό κανάλι.
«Ο τάδε αριθμός», ακούστηκε, και η σκέψη μου πήγε πάλι στην ημερομηνία λήξης.
Πόσο τυχερή, σκέφτηκα.
Πόσο καλός ο τόπος μου, πόσο καλοί οι άνθρωποί μου.
Τυχερή.
Ευγνώμων.
Όμως, πόσοι εκεί έξω ειναι ή θα γίνουν ένας ακόμη «τάδε αριθμός»;
Κι αυτό με θλίβει.
Με πονάει.
Με εξαγριώνει
Με σχίζει στη στιγμή.
Και θα ’πρεπε και σένα.
Για πόσο όμως;
Για πάντα;
Μα το πάντα είναι τόσο λίγο, τόσο πολύ, τόσο ουδέτερο, τόσο γενικό, τόσο αφηρημένη έννοια, είναι τόσο…. τόσο… τόσο αποκλειστικά η δεδομένη χρονική στιγμή σου. "
~~ Ένας Ακόμη Τάδε Αριθμός (απόσπασμα) - Οι Φεγγίτες της Ζωής μου
#Τα_Λάφυρα_της_Ψυχής_μου
#Οι_Φεγγίτες_της_Ζωής_μου
#Η_Αγάπη_Δηλώνει_Παρών
#Κική_Κωνσταντίνου
#Εκφράσου
Ένα μεγάλο μεγάλο ευχαριστώ στην πολυαγαπημένη μου Alexandra Mouriopoulou για την φωτογραφία των βιβλίων στην Σπιναλόγκα.
Ένα ταξίδι στο παρελθόν, στην στιγμή της μέρας, της νύχτας, της γέννησής μου.
Ήμουνα στη θερμοκοιτίδα λέει και γελούσα.
Κάποιες γλυκές νοσοκόμες με πείραζαν λέει, μου χάιδευαν απαλά τα μάγουλα κι εγώ γελούσα. Ακούς εκεί! Μωρό παιδί και γελούσα, λέει!
Και τώρα γελάω. Γίνομαι πάλι παιδί και γελάω.
Μ’ αρέσει αυτό το γέλιο. Μ’ αρέσει που η άκρη του ματιού συναντιέται με το πάνω μέρους του μάγουλου. Δημιουργεί όλο αυτό μια τσαχπινιά που ολότελα με εκφράζει.
Ήμουνα μωρό λέει και είχα στο χέρι ένα ροζ βραχιολάκι.
Ωραίο που ήτανε το ροζ το βραχιολάκι. Μα πού να βρίσκεται άραγε;
Και δίπλα μου ήτανε ένα άλλο μελαχρινό μωρό και είχε στο χεράκι του ένα γαλάζιο βραχιολάκι.
Ωραίο που ήτανε το γαλάζιο βραχιολάκι. Το έχεις άραγε εσύ;
Με μάτια μεγάλα με κοίταξες και δάκρυσες. Κι ύστερα ακούστηκαν «νιαουρίσματα» πολλών, μικρών ανθρώπων.
Και εγώ γελούσα. Γελούσα λέει. Γιατί γελούσα άραγε;
Ήθελα να ξεχωρίζω ή ήθελα να τους αφήσω να διακρίνουν την όποια ιδιαιτερότητά μου;
Τι σημασία έχει;
Ψυχούλες! Αγνές ψυχούλες ήμασταν, μα παραμείναμε;
Δεν ξέρω….
Θέλω τόσο να πω το Ναι, μα το Όχι μοιάζει να κραυγάζει..
Άφησα που λες την ψυχή μου εκείνο το βράδυ σε αυτό το μακρύ ταξίδι να θυμηθεί πώς ηταν όταν επισκέφτηκε το κόσμο μας και πώς είναι τώρα, που τις έχω φορτώσει τόσα άγχη, τόσες πικρίες, τόσα ανείπωτα λόγια και τόσα αναπάντητα γιατί.
Κατά έναν περίεργο τρόπο μετά την επίσκεψη εκείνη στο τόσο μακρινό ταξίδι, σα να αλάφρυνε, νιώθω, η ψυχή μου και μου άρεσε πολύ. Σα να βλέπω ένα δωμάτιο να γεμίζει με λευκό χρώμα και να φωτίζει όλους τους σκούρους τοίχους που υπήρχαν.
Με είδα, που λες, να με κρατάνε ανάποδα οι νοσοκόμες και να με πλένουνε με καθαρό νερό και αισθάνθηκα γελοία.
Μα πώς με κρατάνε; Σκέφτηκα.
Θα τους πέσω.
Είναι αστείο.
Φαντάσου πως έκανα ακόμη την κίνηση να με κρατήσω, να μην πέσω και χτυπήσω.
Δεν έπεσα. Αφέθηκα, καθάρισα, έφυγε το κόκκινο, έμεινα λευκή.
Να δεις πώς μοσχοβολάω… κρίνους επάνω σε λευκά περιστέρια θυμίζει το άρωμα που εκφράζω.
Έτσι μου αρέσω. Τυλιγμένη σε λευκή και ροζ κουβερτούλα να κατευθύνομαι να γνωρίσω τους ανθρώπους που με φέρανε στη ζωη και όλους εκείνους που θα τύχει έπειτα να συναντήσω.
Είδα πρόσωπα χαρούμενα και μάτια συγκινημένα. Τους χαμογέλασα, μα ήμουν τόσο κουρασμένη. Να αποκοιμηθώ ήθελα, μα μια αγκαλιά με έσφιξε και με ταλαιπώρησε λιγάκι, ώστε να έρθει η στιγμή να κλείσω τα μάτια, να κοιμηθώ και να ξυπνήσω όταν πεινάσω.
Και όταν ξύπνησα είχα φύγει από το ταξίδι, τ’ όνειρο εκείνο και ήμουνα σε έναν καναπέ αγκαλιά με ένα βυσσινί τηλεκοντρόλ, που μου θύμιζε στάλα θείας δίκης.
Κι άκουσα απόηχους.
Έρχονταν από κάποιο τηλεοπτικό κανάλι.
«Ο τάδε αριθμός», ακούστηκε, και η σκέψη μου πήγε πάλι στην ημερομηνία λήξης.
Πόσο τυχερή, σκέφτηκα.
Πόσο καλός ο τόπος μου, πόσο καλοί οι άνθρωποί μου.
Τυχερή.
Ευγνώμων.
Όμως, πόσοι εκεί έξω ειναι ή θα γίνουν ένας ακόμη «τάδε αριθμός»;
Κι αυτό με θλίβει.
Με πονάει.
Με εξαγριώνει
Με σχίζει στη στιγμή.
Και θα ’πρεπε και σένα.
Για πόσο όμως;
Για πάντα;
Μα το πάντα είναι τόσο λίγο, τόσο πολύ, τόσο ουδέτερο, τόσο γενικό, τόσο αφηρημένη έννοια, είναι τόσο…. τόσο… τόσο αποκλειστικά η δεδομένη χρονική στιγμή σου. "
~~ Ένας Ακόμη Τάδε Αριθμός (απόσπασμα) - Οι Φεγγίτες της Ζωής μου
#Τα_Λάφυρα_της_Ψυχής_μου
#Οι_Φεγγίτες_της_Ζωής_μου
#Η_Αγάπη_Δηλώνει_Παρών
#Κική_Κωνσταντίνου
#Εκφράσου
Ένα μεγάλο μεγάλο ευχαριστώ στην πολυαγαπημένη μου Alexandra Mouriopoulou για την φωτογραφία των βιβλίων στην Σπιναλόγκα.
Καλησπέρα Κική μου, με την υπέροχη γραφή σου και τον τρυφερό σου κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο όμορφα μας ταξιδεύεις μέσα από την πένα σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣου εύχομαι έναν όμορφο κι ευλογημένο μήνα να περάσεις!!!
Φιλάκια!!!
καλο φθινοπωρο ,,υπεροχη ταλαντουχα μικρη!!
ΑπάντησηΔιαγραφή