Kαλημέρα εκφραστικοί μου, καλό μήνα, καλή εβδομάδα, όλα καλά εύχομαι.
Για τα πρώτα μέρη του παραμυθιού, εδώ: https://ekfrastite.blogspot.com/2021/02/blog-post_49.html
Για την συνέχεια, εδώ: https://ekfrastite.blogspot.com/2021/02/blog-post_26.html
Kαθώς ο ήλιος χτυπούσε επάνω στα όμορφα φτερά της, ένιωθε πως η ζεστασιά αυτή, μπορούσε να αγγίζει την καρδιά της. Ήξερε, πως ο χρυσός μανδύας που τόσο ευλαβικά την αγκάλιαζε, της έδινε μια ανεπανάληπτη ομορφιά και μετά από πολύ καιρό, αισθάνθηκε όμορφη, δυνατή και γεμάτη ελπίδα για τον εαυτό της.
Της έλειπε ο Λάκης, της έλειπε πολύ. Τον σκεφτόταν, αναπολούσε τις στιγμές τους, έπρεπε όμως, έπρεπε να συνεχίσει. Ήταν δυνατή και θα παρέμενε. Δεν είχε άλλωστε άλλη επιλογή. Δεν μπορούσε να ζει μόνο με τις αναμνήσεις. Θα έδινε και τη ζωή της για να μπορούσε να αλλάξει εκείνη την ημέρα, την ημέρα του αποχωρισμού αλλά αυτό ήξερε, πως δεν γινόταν, τίποτα δεν θα άλλαζε, έπρεπε να κοιτάξει μπροστά, να σταθεί δυνατή και να σκεφτεί το καλό της, το οποίο ήταν, να βρει έναν τρόπο να φύγει από εκείνη τη φυλακή. Μπορεί να είχε συνηθίσει αυτόν τον τρόπο ζωής, μπορεί να συμπαθούσε τα άλλα ζωάκια, ακόμη και τον κύριο Θανάση τον συμπαθούσε, όμως μέσα της ήξερε, πως γεννήθηκε για να είναι ελεύθερη και αυτό έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να βρει τρόπο να διαφύγει, να ελευθερωθεί. Μόνο έτσι θα ήταν ευχαριστημένη και μόνο με αυτόν τον τρόπο θα είχε μια ευκαιρία, μια ευκαιρία ώστε να βρει τον Λάκη και να τον ελευθερώσει. Μόνο έτσι θα έκαναν τα ταξίδια που τόσες πολλές φορές είχαν ονειρευτεί. Μόνο έτσι, είχε πλέον νόημα η ζωή.
Εκείνη την ημέρα όλα ήταν διαφορετικά.
Η διάθεσή της, η πίστη στον εαυτό της, η δύναμη της θέλησης, όλα ήταν
διαφορετικά. Ακόμη και ο ήλιος που την άγγιζε, ήταν διαφορετικός. Το κατάλαβε,
το ένιωσε, τώρα ήταν η στιγμή της. Πρόσταξε στήθος και ράμφος. Ανασήκωσε τα
πορτοκαλί φτερά της και ήταν πιο όμορφη και καμαρωτή από ποτέ. Προέβαλε και την
ουρά – πεταχτή – προς τα έξω και έμοιαζε με βασίλισσα. Κανείς δεν θα της αντιστεκόταν.
Το ήξερε, το ένιωθε, το έβλεπε. Και δεν διαψεύστηκε. Πολύ γρήγορα, μπήκε στο pet shop ένας νεαρός φοιτητής.
«Συμπαθητικός» σκέφτηκε, καθώς
τον είδε να «παζαρεύει» με τον κύριο Θανάση. Υπέθεσε την τιμή της.
«Στη δίνω σε πολύ καλή τιμή κι αυτό, επειδή σε συμπάθησα και επειδή με τον τρόπο και την εμφάνισή σου, με έκανες να θυμηθώ τα νιάτα μου».
«Σας ευχαριστώ» αποκρίθηκε ο σεμνός νέος.
«Να ’σαι λοιπόν» Της είπε καθώς τοποθετούσε το πράσινο κλουβί της, ψηλά, στην βεράντα του. Μικρή και στενή βεράντα, αλλά καθαρή και προσεγμένη. Ομοίως και το σπίτι του.
«Όμορφη, τόσο όμορφη. Ελπίζω να είσαι και καλή γιατί να ξέρεις έδωσα όλο το χαρτζιλίκι μου για εσένα, την τροφή, το κλουβί και το παιχνίδι σου. Με μαγνήτισες όμορφη παπαγαλίνα, δεν ξέρω πως τα κατάφερες αλλά με μαγνήτισες, με κέρδισες. Να αγοράσω βιβλία πήγαινα και ξαφνικά, βρέθηκα με εσένα και πίστεψέ με, δεν μου ήταν εύκολο αυτό.»
Τον είδε να φροντίζει ευλαβικά τις μικρές γλάστρες που είχε στριμωγμένες στην βεράντα του και έτσι κατσούφη και συνοφρυωμένο όπως τον έβλεπε, αισθάνθηκε συμπόνια για αυτόν το νέο.
«Εύχομαι να σου αρέσει εδώ. Θα κάνω τα πάντα για να σου αρέσει εδώ. Προσπάθησα να σου χαρίσω ένα ευρύχωρο σπίτι, ελπίζω να είσαι ικανοποιημένη με το κλουβί και τη θέα σου και ελπίζω να μου φέρεις τύχη. Και πάνω από όλα ελπίζω μέχρι τέλος του μήνα να μη χρειαστεί να φάω από το φαγητό σου» Ο νέος χαμογέλασε και η Σόνια αισθάνθηκε θλίψη. Με τρόμο αντιλήφτηκε πως τον συμπαθούσε πολύ περισσότερο από όσο θα επέτρεπε πότε στον εαυτό της να συμπαθήσει κάποιον και κατάλαβε αμέσως, το πόσο απαραίτητη θα του γινόταν, μιας και κατάλαβε την μοναξιά και την θλίψη που κυριαρχούσε στη ζωή του. Της ήταν αδύνατο να τον αφήσει και δεν είχε περάσει καν μια μέρα ολόκληρη μαζί του. Δεν έπρεπε να νιώθει έτσι, δεν έπρεπε….
«Θα πρέπει να σου δώσω και ένα όνομα» για πρώτη φορά της χαμογέλασε και είδε τα λεύκα και στραβά του δόντια. Να πάρει, της ήταν τόσο μα τόσο συμπαθητικός και τα δόντια του, της φάνηκαν τόσο χαριτωμένα.
«Πώς να σε πούμε; Πώς να σε πούμε;»
«Σόνια. Με λένε Σόνια» του απάντησε αυθόρμητα και με έκπληξη είδε πως την είχε ακούσει.
Μπορούσε να μιλήσει την ανθρώπινη διάλεκτο, μπορούσε δηλαδή με τον καιρό να διδαχτεί λέξεις και να πει μερικές από αυτές αλλά δεν περίμενε πως το όνομα της, στη δική της γλώσσα, θα μπορούσε να το καταλάβει ο νέος. Με έκπληξη παρατήρησε τις εκφράσεις στο πρόσωπο του νέου.
«Αυτό έμοιαζε με Σόνια, ακούστηκε σαν να είπες Σόνια. Περίεργο αλλα η κραυγή που έβγαλες. Όχι… Δηλαδή δεν μπορεί να μου απάντησες, δεν.. Όχι» Γέλασε και φάνηκαν πάλι τα στραβά του δόντια. Ήταν τόσο ευγενική παρουσία, δεν έπρεπε να γίνει έτσι.
Η παπαγαλία κούνησε έντονα τα φτερά της και πετάρισε την πιτσιλωτή ούρα της.
Τα μάτια και τα χείλη του νέου, άνοιξαν με δέος.
«Σόνια, σε λένε Σόνια, λοιπόν. Είσαι η Σόνια. Εγώ είμαι ο Ρένος.»
Η Σόνια βρέθηκε στην κούνια του κλουβιού και κελάηδησε με χάρη. Της ήταν τόσο ευγενική και τρυφερή η παρουσία του, δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Δεν έπρεπε αλλά μιας και έγινε, θα μπορούσε να μείνει λίγο καιρό με τον Ρένο. Ήταν νωρίς για να τον αφήσει, δεν άντεχε να τον πληγώσει, να τον αφήσει μόνο και προδομένο. Ήταν σίγουρη πως ο Ρένος δε χαμογελούσε συχνά, αλλά μαζί της το έκανε ήδη και ήθελε πάση θυσία, να βλέπει αυτά τα στραβά δόντια να «χαμογελούν» περισσότερο. Δεν θα συγχωρούσε στον εαυτό της αν έφευγε τώρα, έπρεπε να μείνει. Να μείνει για όσο καιρό χρειαστεί..
_______ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ____
Μου άρεσε η υποδοχή του Ρένου! Μου άρεσε το περιβάλλον που έφτιαξε για τη Σόνια του. Και βλέπω να μου αρέσει πολύ η σχέση που χτίζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα Κική μου, πολύ όμορφο.
Αναμένω την συνεχεία Κική μου,είναι υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό και ευλογημένο μήνα!
Υπέροχο! την καλησπέρα μου Κική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί ωραία που εξελίσσεται η ιστορία σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάω παρακάτω.