Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2025

Στο Μεταίχμιο των Καιρών

  η εικόνα δημιουργήθηκε με τεχνητή νοημοσύνη I. Νοσταλγία Θυμάμαι τις αυλές με γιασεμιά και γέλια που χωρούσαν τον ουρανό, παιδικές σκιές στο απομεσήμερο να κυνηγούν τον ήλιο ως το βραδινό. Ένα ραδιόφωνο παλιό να τραγουδά κι η μάνα με φωνή λικνιστική να διώχνει τα σκοτάδια της ψυχής μ’ ένα τραγούδι κι ένα "σ’ αγαπώ" αυθεντικό. II. Έρωτας Ήρθες εσύ, κι αλλάξαν οι γραμμές — οι λέξεις πήραν σχήμα από κορμί, μια ματιά σου και χάνονταν οι μέρες σαν αέρας που χορεύει στη σιγή. Στο άγγιγμά σου άνοιξαν πληγές που ήθελα καιρό να θυμηθώ. Δεν ήταν πόνος — ήταν επιστροφή σε κάτι που ποτέ δεν έπαψα να ζω. III. Ελπίδα Και τώρα, μες στο θόρυβο του κόσμου, ψάχνω ακόμη δρόμο καθαρό. Μα κάθε πρωινό που με ξυπνά είναι σημάδι πως υπάρχω ακόμα εδώ. Η ελπίδα δεν κραυγάζει, δεν σκορπά — είναι ψίθυρος γλυκός σε καταιγίδα. Και όσο ανασαίνω, όσο αγαπώ, θα γράφω την ψυχή μου στην παλίρροια.   Κική Κωνσταντίνου       Εκφραστικοί μου, καλημέρα. Αυτό το ποίημ...

Η γυναίκα που έφαγε το φεγγάρι

  Στην αρχή κανείς δεν κατάλαβε. Η γυναίκα ανέβαινε τη νύχτα ξυπόλυτη, οι φτέρνες της κομμένες από το σκοτάδι, τα χέρια της μυρίζανε άνεμο. Την έβλεπα. Να απλώνει τα δάχτυλα, να τραβάει το φεγγάρι χαμηλά, σαν άρτο παγωμένο. Το έφερε στο στόμα της. Το έφαγε. Κομμάτι κομμάτι. Χωρίς βιασύνη. Όπως τρώνε οι πεινασμένοι τη μνήμη τους. * (Το φεγγάρι έσταζε στα χείλη της).   Το κατάπινε. Σαν να ήθελε να ξεχάσει. Σαν να ήθελε να γεμίσει την τρύπα που αφήνει η απουσία. Μέσα της η νύχτα. Μέσα της το φως. Μέσα της το τίποτα. * Οι άνθρωποι κοιμόντουσαν. Μόνο οι γάτες την άκουγαν. Μόνο το χώμα. Μόνο οι πέτρες που θυμούνται τις σκιές. * Και το πρωί — το πρωί η γυναίκα κατέβηκε στο χωράφι. Έψαξε στις τσέπες της. Έβγαλε ψίχουλα από φεγγάρι. Τα έδωσε στα πουλιά. «Πάρτε», τους είπε. «Πάρτε να με ξεχάσετε». * Το βράδυ ο ουρανός ήταν άδειος. Η νύχτα — μια μαύρη σελίδα δίχως τίτλο. * (Κι εκείνη περίμενε το επόμενο φεγγάρι. Γιατί η πείνα δεν τελειώνει ποτέ). * Κάποτε είπε: «Δεν πεινούσα για φως. Πει...

Το mail που δεν θα έστελνα ποτέ

Η Μαρκέλλα ήταν δεκαέξι. Και κάπου μεταξύ των 16 και της υπόλοιπης ζωής της, ένιωθε χαμένη. Δεν είχε κάτι «τραγικό». Οι άλλοι έλεγαν πως ήταν ήσυχη, «καλό παιδί», συνεπής. Δεν έμπλεκε. Δεν φώναζε. Δεν ζητούσε τίποτα. Αλλά μέσα της υπήρχε μια φασαρία που δεν ακουγόταν απ’ έξω. Ένα απόγευμα στο δωμάτιό της, ενώ έψαχνε να ξεχαστεί από όλα – τα διαγωνίσματα, τους γονείς που δεν καταλάβαιναν, τους φίλους που έμοιαζαν πάντα λίγο αλλού – έπεσε πάνω σ’ ένα μπλογκ. Το είχε μια κοπέλα που έγραφε με το όνομα Αντιγόνη. Δεν ήταν τίποτα εντυπωσιακό. Μαύρα γράμματα σε άσπρο φόντο. Κείμενα μικρά, με τίτλους όπως «Αν δεν μιλήσεις, σε τρώνε», «Δεν είμαι αντικοινωνική. Απλώς δεν αντέχω τους ανθρώπους που δεν ακούν» ή «Η κοπέλα που κρύβει τα δάκρυά της στο σχολικό». Η Μαρκέλλα διάβασε ένα. Μετά κι άλλο. Μετά σταμάτησε. Έκανε scroll στην αρχή. Ξαναδιάβασε το ίδιο. Ένιωθε περίεργα. Όχι ακριβώς καλύτερα. Αλλά ούτε όπως πριν. Σαν κάποιος να είχε ανοίξει την πόρτα ενός δωματίου μέσα της που νόμιζε π...

φόρεσε τη θλίψη της

φόρεσε τη θλίψη της όπως άλλες φοράνε μετάξι — προσεκτικά, με μια αίσθηση τελετής. την έδεσε σφιχτά στους ώμους να μην πέσει. είναι το μόνο που της ανήκει χωρίς αμφιβολία. οι άλλοι βλέπουν απλώς ένα βαρύ παλτό. δεν νιώθουν το βάρος που κόβει το δέρμα της από μέσα. δεν μιλάει πολύ. οι λέξεις της είναι υγρές, στάζουν. ποτίζουν το πάτωμα και κανείς δεν ρωτά για τη διαρροή. τα βράδια τη βρίσκει να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά — μην της φύγει η θλίψη στον ύπνο. έγινε το δικό της ένδυμα. η πανοπλία και η πληγή. κάποτε προσπάθησε να τη βγάλει. την άφησε δίπλα στην πόρτα για λίγο φως. αλλά γύρισε πίσω γυμνή. και την ξαναφόρεσε όχι πια απλώς για να ζήσει αλλά για να μη χαθεί. Κική Κωνσταντίνου

Εκεί, που τελειώνουν όλα (ο τόπος μας)

Καλημέρα και καλή εβδομάδα, εκφραστικοί μου. Συνήθως, ακολουθώ πρόγραμμα. Οι αναρτήσεις μου εδώ —όπως και στη συγγραφική μου σελίδα— είναι προγραμματισμένες. Αυτό δεν γίνεται από συνήθεια ή "τακτοποίηση", αλλά από ανάγκη. Ο προγραμματισμός με βοηθά να μη χάσω τίποτα από όσα γεννιούνται μέσα μου. Γιατί είμαι πληθωρική στην έμπνευση — γράφω όταν πονάω, όταν θυμάμαι, όταν καίγομαι, όταν σιωπώ αλλά και όταν είμαι χαρούμενη, ονειρεύομαι κι ελπίζω. Κι αν δεν οργανώσω αυτή τη ροή, κάτι πολύτιμο μπορεί να χαθεί. Όμως σήμερα κάνω μια εξαίρεση. Το ποίημα που ανεβάζω εκτάκτως σήμερα, το έγραψα το Σάββατο που μας πέρασε. Δεν ήταν προγραμματισμένο να δημοσιευτεί σήμερα. Και όμως, ήρθε η ανάγκη του πριν από την ώρα του. Γιατί ο τόπος μου καίγεται. Και όταν καίγεται ο τόπος σου — δεν μπορείς να μένεις σιωπηλός. Δεν περιμένεις την «σωστή μέρα». Δεν χωράς σε χρονοδιαγράμματα. Αυτό το ποίημα το ανεβάζω σήμερα, γιατί είναι η δική μου κραυγή. Η δική μου στάχτη που δεν έγινε σιωπή. Τ...

Ασφυξία κάτω από το ντους

Στο διπλανό δωμάτιο γελάνε. Ψίθυροι χαράς, φωνές ελαφριές, που σπάνε τη σιωπή, σαν βέλη στο στήθος της. Και εκείνη, στο μπάνιο, με το νερό να πέφτει βαρύ, στο δέρμα της, στα μαλλιά της, κλαίει, λυγίζει, και δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Η ασφυξία την πνίγει — και δεν είναι μόνο το νερό που πνίγει το πρόσωπό της, είναι οι ήχοι που σπάνε τα όριά της, είναι τα γέλια που την κάνουν να αισθάνεται αόρατη, σαν να μην έχει φωνή, σαν να μην έχει χώρο. Κάθε λυγμός κολλάει στον λαιμό της, το στήθος της σφίγγει σαν να θέλει να σπάσει, και η ανάσα γίνεται θρύψαλα, σε ένα δωμάτιο που μοιάζει με φυλακή. Την πνίγει το νερό, την πνίγει η μοναξιά, την πνίγουν τα γέλια του διπλανού δωματίου, που της λένε «δεν είσαι εδώ», «δεν είσαι αρκετή», «είσαι μόνη». Κλαίει χωρίς ήχο, μα οι λυγμοί της βουβοί ουρλιάζουν, καθώς η ασφυξία γίνεται θηλιά γύρω από την ψυχή της. Κι όμως, ανάμεσα στο κρύο νερό και το βαρύ σκοτάδι, κάτι μέσα της αντιστέκεται — μια σπίθα που δεν σβήνει, μια φλόγα που θέλει να ανασάνει, να σπάσει ...

Η Λυδία και το Καλοκαιρινό Βασίλειο των Χρωμάτων

  Σε ένα χωριό φωλιασμένο ανάμεσα σε πορτοκαλιές και γιασεμιά, ζούσε η Λυδία Ηλιοχώρα, ένα κορίτσι με μαλλιά σαν τις ακτίνες του ήλιου και μάτια που γυάλιζαν σαν το γαλάζιο του καλοκαιρινού ουρανού. Κάθε καλοκαίρι η Λυδία περίμενε με λαχτάρα να ξεκινήσει η μεγάλη περιπέτεια που μόνο η εποχή του ήλιου μπορούσε να της χαρίσει. Μια μέρα, καθώς περπατούσε στην αμμουδιά, η Λυδία βρήκε κάτι παράξενο: ένα πολύχρωμο κοχύλι, πιο λαμπερό από όλα τα άλλα. Το άγγιξε και τότε άκουσε μια γλυκιά φωνή που την καλούσε να ακολουθήσει το μονοπάτι του ήλιου. Το κοχύλι δεν ήταν απλό – ήταν η πύλη για το Καλοκαιρινό Βασίλειο των Χρωμάτων, έναν μαγικό τόπο όπου το καλοκαίρι ζούσε για πάντα. Μέσα από ένα λαμπερό ουράνιο τόξο, η Λυδία πέρασε και βρέθηκε σε έναν κόσμο γεμάτο ζωντανά χρώματα που χόρευαν στον αέρα. Τα δέντρα είχαν φύλλα από καθαρό χρυσάφι, τα λουλούδια τραγουδούσαν με μελωδίες και τα ποτάμια ήταν γεμάτα από υγρή λάμψη που έμοιαζε με υγρό ουρανό. Εκεί, συνάντησε τον Φέγγαρο, ένα μικρ...