Το λουλούδι
δεν μαράθηκε —
ανέβηκε.
Έγινε άστρο
με χρώμα φλογισμένο,
φως που δεν ζήτησε
ούτε έπαινο,
ούτε μνήμη.
Μόνο πέρασε.
Κι έπεσε.
Δεν πρόλαβα να κάνω ευχή.
Ή ίσως...
καμία ευχή δεν μπορούσε
να το κρατήσει.
Το απόγευμα
οι γλάστρες έμειναν κενές·
οι ρίζες βουβές,
οι βλαστοί ξέχασαν να πρασινίσουν.
Το χώμα
έγινε στάχτη από μια φωτιά
που δεν φάνηκε.
Καφέ —
του θαρραλέου η γουλιά
πικρή,
σαν λέξεις που δεν ειπώθηκαν.
Θυμάμαι:
Η γλάστρα ήταν δώρο.
Όχι απλό.
Όχι τυχαίο.
Και το άνθος;
Ήταν το «ευχαριστώ»
που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Μα το βράδυ δεν κρατά για πάντα.
Νύχτωσε, ναι —
μα η σιωπή δεν είναι τέλος.
Είναι ανάσα.
Είναι χώμα που περιμένει
την πρώτη σταγόνα.
Αύριο —
αν πέσει βροχή,
αν φυσήξει λίγο φως,
αν ακουστεί ένα όνομα
ξεχασμένο,
ίσως το χώμα θυμηθεί
πώς είναι να γεννάει.
Ίσως ξαναγεννηθεί
ένα άνθος
που δεν ζητά ανταμοιβή,
που δεν γνωρίζει το βάρος της προσδοκίας,
που ανθίζει
για να υπάρχει
κι ύστερα φεύγει,
όπως έρχεται η αγάπη:
σιωπηλά,
ουσιαστικά,
δίχως θόρυβο —
μόνο με φως.
Κι ίσως αυτή τη φορά
να προλάβω να ψιθυρίσω
ένα «ευχαριστώ».
Κική Κωνσταντίνου
Αχ βρε Κική μου, αυτές σου οι αναβάσεις στο λυρικό ποιητικό σου κόσμο. Με εφόδια τα αισθήματα της καρδιάς σου. Πόσο όμορφα πράγματα μάς δίνουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σαββατοκύριακο, καλή μου φίλη.