Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΣΚΑ

Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Ο Καθρέφτης και η Μάσκα

El espejo y la máscara - Jorge Luis Borges



Μετά τη μάχη του Κλόνταρφ, όπου νικήθηκαν οι Νορβηγοί, ο Βασιλιάς της Ιρλανδίας μιλούσε με τον αυλικό του ποιητή. «Τα μεγαλύτερα κατορθώματα χάνουν τη λάμψη τους αν δε μπουν μέσα σε λέξεις», είπε ο βασιλιάς.

«Θέλω να ψάλλεις τη νίκη μου και το εγκώμιό μου. Θα 'μαι ο Αινείας και θα 'σαι ο Βιργίλιός μου. Θεωρείς τον εαυτό σου ικανό γι' αυτή την αποστολή  που θα χαρίσει την αθανασία και στους δυο μας;»

«Μάλιστα, Κύριέ μου», είπε ο βάρδος. «Είμαι ο Όλλαν. Δώδεκα χειμώνες παιδεύτηκα στους κανόνες της προσωδίας. Ξέρω απέξω τους τρακόσους εξήντα μύθους που 'ναι η βάση της αληθινής ποίησης.(…) 

Οι νόμοι μου επιτρέπουν να χρησιμοποιώ μ' απλοχεριά τις πιο παλιές λέξεις της γλώσσας μας και τις πιο περίπλοκες μεταφορές. Έχω καταχτήσει τα μυστικά του γραψίματος που προστατεύουνε την τέχνη μας απ' τα μυωπικά μάτια του όχλου. Μπορώ να εγκωμιάσω έρωτες, ζωοκλοπές, ταξίδια και πολέμους.



(…) Έχω κάποια γνώση μιας αμερόληπτης αστρολογίας, μαθηματικών, κανονικού δικαίου και των ιδιοτήτων των φυτών. Νίκησα τους ανταγωνιστές μου σε δημόσιους διαγωνισμούς. Είμαι δεξιοτέχνης της σάτιρας, που προκαλεί δερματικές παθήσεις, περιλαμβανομένης και της λέπρας. Ξέρω να χειρίζομαι το σπαθί, καθώς απέδειξα στη μάχη σας. Ένα μονάχα πράμα δεν ξέρω -πώς να σας ευχαριστήσω για το δώρο που μου κάνατε».
 
Ο βασιλιάς, που βαριόταν εύκολα τις μακρηγορίες, ιδιαίτερα των άλλων, είπε με ανακούφιση: «Τα ξέρω όλ' αυτά, πολύ καλά. Άκουσα πως τελευταία τραγούδησε τ' αηδόνι στην Αγγλία. 
Όταν περάσουν τα χιόνια κι οι βροχές, και τ' αηδόνι επιστρέψει στον τόπο μας απ' τις νότιες χώρες, θα ψάλλεις τα εγκώμιά σου μπροστά στην Αυλή και στη Σχολή των Βάρδων.
Σου παραχωρώ έναν ολόκληρο χρόνο. Κοίτα να εξευγενίσεις κάθε λέξη και κάθε γράμμα, και να τους δώσεις μιαν αστραφτερή λαμπρότητα. Η ανταμοιβή, καθώς ξέρεις, δε θα 'ναι ανάξια ούτε των βασιλικών μου συνηθειών ούτε των άγρυπνων νυχτών της έμπνευσής σου».

«Υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή απ' το να βλέπω τη μεγαλειότητά σας;» είπε ο ποιητής που ήταν ταυτόχρονα και αυλικός. Υποκλίθηκε κι αποχώρησε,  έχοντας κιόλα στο μυαλό του τη φευγαλέα μορφή κάνα-δυο στίχων.

Σαν κύλησε ο χρόνος - κι ήταν μια κακή χρονιά, όλο επιδημίες κι εξεγέρσεις - ο ποιητής παρουσίασε τον πανηγυρικό του. Τον απάγγειλε αργά και με αυτοπεποίθηση, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο χειρόγραφο. 
Με μια κίνηση του κεφαλιού του, ο βασιλιάς έδειξε την επιδοκιμασία του. Τον μιμήθηκαν όλοι, ακόμα κι αυτοί που συνωστίζονταν στις πόρτες και δεν μπόρεσαν ν' ακούσουν ούτε μια λέξη. 

Στο τέλος μίλησε ο βασιλιάς.
«Δεκτός ο μόχθος σου,» είπε. «Είναι άλλη μια νίκη. Έχεις δώσει στην κάθε λέξη τ' αληθινό της νόημα, και στο κάθε ουσιαστικό το επίθετο που 'διναν οι παλιοί μας ποιητές. 
Σ' όλο τον πανηγυρικό σου δεν υπάρχει ούτε μια εικόνα που να μην ήτανε γνωστή στους κλασικούς. Ο πόλεμος είναι τ' όμορφο σύμπλεγμα των ανδρών, και το αίμα είναι τον νερό του σπαθιού.

Η θάλασσα έχει τους θεούς της και τα σύννεφα προλέγουνε τον μέλλον. 
Χειρίστηκες με μαστοριά τη ρίμα, την παρήχηση, τη συνήχηση, τη διάρκεια των φθόγγων, τα τεχνάσματα της έμπειρης ρητορικής και τη σοφή ποικιλία των μέτρων.
Αν όλη η λογοτεχνία της Ιρλανδίας ήταν να χαθεί -ο μη γένοιτο- θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, χωρίς απώλειες, από την κλασική ωδή σου. Τριάντα γραφιάδες θα την αντιγράψουν, ο καθένας δώδεκα φορές».

Έγινε για λίγο σιωπή, κι ύστερα συνέχισε: «Όλα είναι καλά κι ωστόσο τίποτα δεν έγινε. Το αίμα δεν τρέχει γρηγορότερα στις φλέβες μας. Τα χέρια μας δεν απλώθηκαν ν' αρπάξουνε τον τόξο. Κανένας δε χλόμιασε. 
Κανένας δεν έβγαλε μια πολεμική κραυγή, κανένας δεν πρόταξε τα στήθια του ενάντια στους εχθρούς. 

Πριν περάσει ένας χρόνος, ποιητή, θα 'χουμε την ευχαρίστηση να επικροτήσουμε μιαν άλλη ωδή σου. Στο μεταξύ, σαν ένα δείγμα της επιδοκιμασίας μας, πάρε αυτόν τον ασημένιο καθρέφτη».
«Καταλαβαίνω», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».
Τ' αστέρια τ' ουρανού συνέχιζαν τη λαμπερή πορεία τους. Γι' άλλη μια φορά τραγούδησε τ' αηδόνι στα δάση των Σαξόνων, κι ο ποιητής ήρθε ξανά με το χειρόγραφό του που, αυτή τη φορά, ήταν μικρότερο απ' το προηγούμενο. 
Δεν το απάγγειλε από μνήμης, αλλά το διάβασε, μ' ολοφάνερη διστακτικότητα, παραλείποντας εδώ κι εκεί ορισμένα αποσπάσματα, σα να μην τα καταλάβαινε κι ο ίδιος, ή, σα να φοβόταν μην τα βεβηλώσει. 
Ήταν παράξενη ωδή. Δεν ήταν η περιγραφή της μάχης - ήταν η μάχη. Μέσα στη χαώδη πολεμική της ατμόσφαιρα, συγκρούονταν μεταξύ τους ο Θεός που είναι Τρεις και είναι Ένας, οι ειδωλολατρικές θεότητες, κι εκείνες που θα εξαπέλυαν πόλεμο εκατοντάδες χρόνια αργότερα. 
Η μορφή δεν ήτανε λιγότερο παράδοξη. Ένα ουσιαστικό στον ενικό, συντάσσονταν μ' ένα ρήμα στον πληθυντικό. Οι προθέσεις δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή χρήση. Η τραχύτητα εναλλασσόταν με τη γλυκύτητα. Οι μεταφορές ήταν αυθαίρετες, ή τουλάχιστον, έτσι μοιάζαν.

Μια φιλντισένια κασετίνα θα 'ναι ο χώρος όπου θα φυλάγεται τον μοναδικό της αντίτυπο. Από την πένα που 'βγαλε ένα τόσο περίφημο έργο, μπορούμε να περιμένουμε κάτι ακόμα πιο υψηλό». 
Και πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο: «Φιγούρες είμαστε σε κάποιο μύθο, και, καλό 'ναι να θυμόμαστε ότι στους μύθους πρωτοστατεί ο αριθμός τρία».Ο βασιλιάς, αντάλλαξε λίγα λόγια με τους λόγιους που ήταν μαζεμένοι γύρω του, κι είπε στο βάρδο: «Η πρώτη σου ωδή, καθώς ήμουνα σε θέση να πω, ήταν μια προσφυέστατη επιτομή όλων των μέχρι τώρα ασμάτων της Ιρλανδίας. 
Η σημερινή σου ωδή τα ξεπερνάει, κι ίσως εκμηδενίζει ό,τι προηγήθηκε. Καταπλήσσει, θαμπώνει, προξενεί το δέος και τον θαυμασμό. 
Οι αγράμματοι δε θα την καταλάβουν· αντάξιοί της είναι μόνο οι μορφωμένοι, οι λιγοστοί.

«Τα τρία δώρα του μάγου, τα τρίστιχα, και η αδιαφιλονίκητη Αγία Τριάδα,» πήρε το θάρρος να μουρμουρίσει ο βάρδος.

«Σαν δείγμα της επιδοκιμασίας μας», συνέχισε ο βασιλιάς, «πάρε αυτή τη χρυσή μάσκα».
«Κατάλαβα», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».

Η επέτειος ξαναγύρισε. Οι φρουροί του παλατιού πρόσεξαν πως ο ποιητής δεν κρατούσε χειρόγραφο. Ο βασιλιάς τον κοιτούσε κατάπληκτος· ο βάρδος, ήταν άλλος άνθρωπος. 
Κάτι άλλο, κι όχι ο χρόνος είχε αυλακώσει τον πρόσωπό του κι είχε μεταμορφώσει τα χαρακτηριστικά του.
Τα μάτια του έδειχναν σα ν' ατενίζανε μακριά στο βάθος ή σα να ήτανε τυφλός. Παρακάλεσε να του επιτρέψουνε δυο λόγια με τον βασιλιά. Οι υποτακτικοί αδειάσανε την αίθουσα.

«Δεν έγραψες την ωδή;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Ναι», απάντησε ο βάρδος θλιμμένα, «που να μ' είχε εμποδίσει ο Κύριος και Χριστός μας!»
«Μπορείς να την επαναλάβεις;»
«Δεν τολμώ».
«Θα σου δώσω εγώ το θάρρος που σου λείπει», είπε ο βασιλιάς. Ο βάρδος απάγγειλε το ποίημα - που ήταν όλο κι όλο ένας στίχος. Μην τολμώντας να τον επαναλάβουν δυνατά, ο ποιητής κι ο βασιλιάς, τον απολάμβαναν σα να 'ταν μια μυστική προσευχή ή μια βλαστήμια.
Ο βασιλιάς ήταν τόσο έντρομος και τόσο συντριμμένος όσο κι ο βάρδος. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον κατάχλωμοι.

«Στα νιάτα μου», είπε ο βασιλιάς, «αρμένισα κατά τη δύση. Σ' ένα νησί είδα ασημένια κυνηγόσκυλα να θανατώνουν χρυσαφιά αγριογούρουνα. Σ' ένα άλλο, χορτάσαμε την πείνα μας με τ' άρωμα μαγικών μήλων. 
Σ' ένα τρίτο, είδα τοίχους από φωτιά. Στο πιο μακρινό νησί, ένα θολωτό και κρεμαστό ποτάμι διέσχιζε τον ουρανό, και στα νερά του έπλεαν ψάρια και βάρκες. 
Όλα αυτά είναι θαύματα, το δίχως άλλο, δεν συγκρίνονται όμως με τον ποίημά σου που, κατά κάποιο τρόπο, τα περιλαμβάνει όλα. Ποια μαγγανεία σου τον ενέπνευσε;»
«Την αυγή ξύπνησα προφέροντας λέξεις που στην αρχή δεν καταλάβαινα», είπε ο βάρδος. «Οι λέξεις αυτές ήταν ένα ποίημα. Ένιωσα σα να 'χα διαπράξει  κάποιο αμάρτημα - που το Άγιο Πνεύμα, ίσως, δε συγχωρεί».

«Ένα αμάρτημα που τώρα μοιραζόμαστε οι δυο μας», είπε ο βασιλιάς ψιθυριστά. Η αμαρτία τού να έχεις γνωρίσει την Ομορφιά, που 'ναι ένα δώρο απαγορευμένο στους ανθρώπους. Τώρα έχουμε το χρέος να εξιλεωθούμε. Σου 'δωσα έναν καθρέφτη και μια χρυσή μάσκα· ιδού το τρίτο δώρο που θα 'ναι και το τελευταίο».
Στο δεξί του χέρι έβαλε ένα στιλέτο.
Για τον ποιητή, ξέρουμε πως αυτοκτόνησε μόλις βγήκε απ' το παλάτι· για τον βασιλιά, πως είν' ένας ζητιάνος που περιπλανιέται σ' όλη την Ιρλανδία — που 'ταν κάποτε το βασίλειό του — και πως δεν επανέλαβε ποτέ το ποίημα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Nέο Διαδικτυακό Δρώμενο - Καλοκαιρινός Θησαυρός: Τα Κρυμμένα Σημεία της Γειτονιάς μας - Η Βρύση «Μαυρομαντήλα»

Καλημέρα, εκφραστικοί μου φίλοι! Ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Υπάρχει χώρος και όρεξη για ένα ακόμη καλοκαιρινό διαδικτυακό δρώμενο στη γειτονιά μας; Νομίζω πως ναι! 😉 Ελάτε λοιπόν να σας παρουσιάσω τη δική μου ιδέα, η οποία εύχομαι να μην σας μπερδέψει, αλλά αντίθετα να σας βάλει στη διαδικασία της συμμετοχής και του μοιράσματος — η οποία, φυσικά, είναι ανοιχτή και αφορά όλο το καλοκαίρι. Εύχομαι να την απολαύσετε! Το concept είναι απλό: 🌞 Καλοκαιρινός Θησαυρός: Τα Κρυμμένα Σημεία της Γειτονιάς μας 🌿 Έχεις κάποιο αγαπημένο, κρυφό σημείο στη γειτονιά που λίγοι γνωρίζουν; Εκείνη τη γωνιά που σε μαγεύει, το μικρό μονοπάτι που ανακαλύπτεις στα καλοκαιρινά σου περπατήματα ή το μυστικό μέρος με την πιο όμορφη θέα; 📸 Μοιράσου μαζί μας μια φωτογραφία, ένα βίντεο, ένα τραγούδι ή ήχο που στο θυμίζει, μια ιστορία ή μια σύντομη περιγραφή. Αν θέλεις, πρόσθεσε και οδηγίες για να το βρούμε κι εμείς! Ας φτιάξουμε μαζί έναν χάρτη με τους μικρούς θησαυρούς που κρύβει η γειτονιά μας — να τα αν...

Ντύθηκε Θάλασσα

Ντύθηκε θάλασσα, όχι για να εντυπωσιάσει — αλλά γιατί δεν άντεχε πια να είναι στεριά. Άφησε πίσω της τους δρόμους, τα χαρτιά με τις εκκρεμότητες, τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Έπλεξε τα μαλλιά της με φύκια, φρόντισε να μπλέξει μέσα κι έναν μικρό ιππόκαμπο. Κανείς δεν τον είδε να κρύβεται, παρά μόνο ο άνεμος, που της μιλούσε σαν παλιός εραστής. Αστερίες για πιάστρες. Λευκά, χρυσά, κοκκινωπά — έστεκαν ήσυχα πάνω στους κυματισμούς των μαλλιών της, σαν να ήξεραν πως εκεί ανήκουν. Το φόρεμά της από διάφανο νερό. Στιγμές που κυλούν, λάμψεις ήλιου, μυστικά που άκουσαν τα βράχια και κράτησαν. Στο λαιμό της κρεμόταν ένα κοχύλι. Αν το πλησίαζες, θα άκουγες τη φωνή της — όχι να λέει λόγια, αλλά να τραγουδά παλιούς αποχαιρετισμούς. Περπατούσε ξυπόλυτη στην άμμο. Τα πόδια της δεν άφηναν ίχνη, λες και η γη δεν ήθελε να την κρατήσει, λες και της έδινε την ελευθερία να φεύγει όποτε το θελήσει. Πίσω της, τα παιδιά την φώναζαν "θεά", οι γέροι την κοιτούσαν με τα μάτ...