" Στη μέση εγώ. Τριγύρω
κόσμος. Φίλοι, συνεπιβάτες μιας στιγμής, συνάδελφοι σε ένα παιχνίδι καριέρας
δίχως τέλος.
Γύρω αθώοι, δήθεν,
περαστικοί να κοιτούν τη μάζα των παιδιών σα να ’ναι η φωλιά του λύκου, μα το κλαρί
που φέρνω για τα πρόβατα είναι ικανό να με αναπροσδιορίσει.
Είμαι παιδί και κρατώ
ακόμη το μπαλόνι.
Είσαι παιδί και
στέκεσαι απέναντί μου.
Έχεις και εσύ μπαλόνι
στο χέρι σου, μια φούσκα, που κάποτε θα σκάσει στη ζωή σου.
Μια πλανόδια οπτασία,
που δείχνει όνειρο φυλακισμένων ονείρων, που ψάχνει να βρει διαφυγή, μα ο ουρανός
είναι απλώς μια φωλιά χελιδονιού, που έγινε «σκεπή» για όσους έμειναν έξω από εκείνο
το νέο, ουτοπικό τους κόσμο.
Στρέφω το βλέμμα
στον ουρανό.
Ακόμη κι αν τον βλέπεις
γκρίζο, μπορώ να τον ταυτίσω με το γαλάζιο της σημαίας μου.
Ακόμη κι αν τον ήλιο
τον κρύψανε τα σύννεφα, μπορώ να τον ζωγραφίσω με μαρκαδόρο ή τέμπερα,
προσθέτοντάς του μάτια για να δει και στόμα για να μιλήσει ή να χαμογελάσει.
Ακόμη κι αν τους
γλάρους τους έδιωξε το πιο πολεμοχαρές αεροπλάνο, μπορώ να φέρω την Άνοιξη με εκατομμύρια
λευκές πεταλούδες. Και μπορώ με ένα μόνο μου νεύμα.
Κι αν το κάδρο
της γειτονιάς μου το στολίζει ασπρόμαυρο χρώμα, μπορώ να κάνω μία «Πάφ», να
ανοίξω διάπλατα τα χέρια μου και να αφήσω ελεύθερο το γαλάζιο μου μπαλόνι και καθώς
το βλέπω να ανυψώνεται στον ουρανό να ξέρω πως αφήνει πίσω του κι από μία νέα φωτοβολίδα.
Μια φωτοβολίδα από μόνη ονόμασα οβίδα νάρκης πολέμου, που προέκυψε με χρώμα
μέσα από τη βία! Μια φωτοβολίδα, «χρωμοβολίδα» δηλαδή, όχι όμως με φως αλλά με χρώμα
αστραφτερό, χρυσό, της μέρας.
Και κάπως έτσι
το κάδρο μιας περασμένης ή επερχόμενης ζωής ζωγραφίζεται με νέα χρώματα μέσα.
Και σχηματίζεται
σιγά σιγά.
Ταπεινά! Αθόρυβα!
Πρόχειρα!
Μα παίρνει νέα μορφή
μέσα από το ιδιόρρυθμα αναμεμειγμένο, δικό μου «χρώμα!»
Και ξάφνου «Πάφ»,
όμοια μπαλόνια σπάσανε, ανυψώθηκαν σε έναν ξέφρενο αέρα και χόρεψαν ταγκό σε
πολιορκημένο, αγάπης, εναέριο χώμα.
Κι αν κάποιοι χρησιμοποιούν
λίμνες με φαναράκια, για να χαιρετήσουν κάποιες ψυχές αθώες…. σήμερα τις
καλωσορίζουμε μαζί, δημιουργώντας νέους, ουράνιους χάρτες.
Εικόνες που εισέβαλαν
σε έναν ουρανό, που ακόμη και ο τυφλοπόντικας θέλει να βγει από το λαγούμι του,
για να τον καλωσορίσει.
Και τώρα, που ο δρόμος
της αλάνας «επισκευάστηκε», ας παίξουμε κρυφτό από όλες τις επώδυνες, ανώνυμες,
νοήμονες, ευθύνες.
Σήμερα θα «φυλάξω»
εγώ. Θα παραμονεύσω σε έναν πελώριο, μη ουτοπικό αυτή τη φορά, παιχνίδι. Αργότερα
θα βρεθείς στη θέση μου εσύ, εγώ θα τρέξω να κρυφτώ να μη σε καλωσορίσω, μα θα παίξω.
Θα παίξω για άλλη μια φορά γιατί αν η ζωή ήτανε παιχνίδι θα ηταν σίγουρα κάτι αθώο
παιδικό και το κρυφτό ποιος δεν το έχει ζήσει;
Σε όλες του τις
εκδοχές, επωμίζοντάς του όλες τις καίριες, εσωτερικές ευθύνες.
Παίρνω τη θέση
μου σε μια γωνιά. Τα υπόλοιπα παιδιά διάσπαρτα τριγύρω. Τα ακούω να σιγομιλούν
και προσποιούμαι, δήθεν, ότι δεν ακούω. Ήδη φαντάζομαι τις κρυψώνες τους. Ήδη
ξέρω ποιες θέσεις θα προτιμήσουν. Πολλές από αυτές θα είναι και δικές μου.
Και ξεκινώ:
Μετράω με ρυθμό
και μια φωνή παιδική μου λέει μέχρι τα εκατό."
Το Κρυφτό (απόσπασμα)
Οι Φεγγίτες της Ζωής μου, Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ