Έμεινε εκεί, ακούνητος, ασάλευτος, σε ένα σοκάκι να τη χαζεύει μαγεμένος!
Στεκόταν εκεί, ψηλή, αδύνατη, με λίγο χλωμή επιδερμίδα και μαύρα, λίγο πιο πάνω από τους ώμους, ολόισια, γυαλιστερά μαλλιά. Το κούρεμα των μαλλιών της ήταν ασύμμετρο, τριγωνικό, πίσω ήταν πιο κοντά και μπροστά μάκραιναν με έμφαση στις μύτες, ενώ πυκνές, μαύρες, καλοχτενισμένες αφέλειες κοσμούσαν το όμορφο πρόσωπό της.
Τα μάτια ήταν είναι σκιστά. Αδιαμφισβήτητα ηταν τουρίστρια. Το προμήνυαν τα χαρακτηριστικά αλλά και το ντύσιμό της.
Φορούσε ένα ψηλόμεσο, λευκό, λινό παντελόνι, μια φαρδιά πουκαμίσα αμάνικι σε απαλό τόνο του εκρού, λευκά σανδάλια και ένα ψάθινο καπέλο.
Βρισκόταν στην είσοδο ενός μικρού μαγαζιού με τουριστικά είδη και κοιτούσε μαζί με τρεις φίλες της τα καρτ ποσταλ και τα μαγνητάκια που υπήρχαν στοιβαγμένα σε μια ειδική εσοχή του καταστήματος.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι συλλογιζόταν πριν τη δει και δε μπορούσε!
«Ω! Μπορεί να συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτό;» αναρωτήθηκε.
«Πώς μπορεί να σταμάτησε το μυαλό μου;», συνέχισε.
«Μα δε σταμάτησε, αφού αυτή τη στιγμή μου μιλάω με τις σκέψεις του μυαλού μου», συλλογίστηκε.
Και ξαφνικά, τα βλέμματά τους έσμιξαν.
Ήταν πραγματικότητα. Τον κοιτούσε κι εκείνη.
Για μια στιγμή..
«Γαμώτο, μια στιγμή. Ήταν μόνο για μια στιγμή. Δε με πρόσεξε; Μήπως δε με πρόσεξε; Δε μπορεί, είδα τα μάτια μου στα μάτια της! Μήπως έκανα λάθος; Εμένα δεν κοίταξε κι εκείνη; Εμένα κοίταξε!», μίλησε για άλλη μια φορά στον εαυτό του με τις σκέψεις του.
Και τότε του χαμογέλασε…
Έτσι, ένα μικρό, φευγαλέο χαμόγελο…. Ένα «δώρο», του χαρίστηκε.
Εκείνος, δίχως να το καταλάβει είχε φέρει ήδη τη φωτογραφική μηχανή στο πρόσωπό του, εστίασε στο φακό, έκανε το απαραίτητο ζουμάρισμα και το πρώτο «κλικ» ακούστηκε.
Πολλά διαδοχικά «κλικ» έκαναν αισθητή τη παρουσία τους στο χώρο.
Ούτε που κατάλαβε πόσες φορές την είχε φωτογραφίσει. Την είχε αποθανατίσει σχεδόν σε όλες τις κινήσεις της διαδοχικά.
Και ξαφνικά τον αντιλήφθηκε. Αντιλήφθηκε πως τη φωτογραφίζει.
Κανονικά, εκείνη θα έπρεπε να πειραχθεί και εκείνος θα έπρεπε να σταματήσει, όμως τα «πρέπει» δε χωρούσαν πλέον ανάμεσά τους.
Ξάφνου τον κοίταξε ερευνητικά, έγειρε δειλά το κεφάλι της προς τα δεξιά σα να προσπαθούσε να τον κατανοήσει και ξαφνικά του χάρισε το καλύτερό της χαμόγελο!
«Όμορφη οδοντοστοιχία», σκέφτηκε τη στιγμή που τα «κλικ» συνεχίζονταν.
Εκείνη έβγαλε το καπέλο της και κάνοντας διαφορές γκριμάτσες έγινε το μοντέλο του, το αντικείμενο των φωτογραφιών του, μόνο που αυτή τη φορά ήταν εις γνώσιν της.
Οι τρεις φίλες της μιλούσαν συνωμοτικά και μισογελούσαν μέχρι που η μια από αυτές κοίταξε το Χριστόφορο κουρασμένα και θυμωμένα συνάμα. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, έπιασε τη φίλη της από το μπράτσο και την οδήγησε προς το μέρος των άλλων κοριτσιών.
Ο Χριστόφορος έμεινε να κοιτά αποσβολωμένος τις πλάτες των κοριτσιών και διέκρινε μια ένταση ανάμεσά τους. Δεν ήταν ακριβώς ένταση αλλά οι κινήσεις των χεριών τους έδειχναν πως αυτό για το οποίο μιλούσαν ήταν κάτι σοβαρό.
«Θα την επιπλήττουν για τις πόζες», σκέφτηκε και μόλις έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους, εκείνες, έφυγαν βιαστικά.
Έκανε να τις πλησιάσει αλλά κάτι τον σταμάτησε. Τι είχε άλλωστε να τους πει;
Σε εκείνες δεν είχε να πει κάτι, σε εκείνη όμως είχε… αλλά εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί.
Σα να συννέφιασε αισθάνθηκε, μα με λύπη διαπίστωσε πως ο ήλιος έλαμπε ακόμη στον ουρανό.
Είχε συννεφιάσει όμως στη ψυχή του….
~~ Η Αγάπη Δηλώνει Παρών
(απόσπασμα)
#Κική_Κωνσταντίνου
#Εκφράσου
Στεκόταν εκεί, ψηλή, αδύνατη, με λίγο χλωμή επιδερμίδα και μαύρα, λίγο πιο πάνω από τους ώμους, ολόισια, γυαλιστερά μαλλιά. Το κούρεμα των μαλλιών της ήταν ασύμμετρο, τριγωνικό, πίσω ήταν πιο κοντά και μπροστά μάκραιναν με έμφαση στις μύτες, ενώ πυκνές, μαύρες, καλοχτενισμένες αφέλειες κοσμούσαν το όμορφο πρόσωπό της.
Τα μάτια ήταν είναι σκιστά. Αδιαμφισβήτητα ηταν τουρίστρια. Το προμήνυαν τα χαρακτηριστικά αλλά και το ντύσιμό της.
Φορούσε ένα ψηλόμεσο, λευκό, λινό παντελόνι, μια φαρδιά πουκαμίσα αμάνικι σε απαλό τόνο του εκρού, λευκά σανδάλια και ένα ψάθινο καπέλο.
Βρισκόταν στην είσοδο ενός μικρού μαγαζιού με τουριστικά είδη και κοιτούσε μαζί με τρεις φίλες της τα καρτ ποσταλ και τα μαγνητάκια που υπήρχαν στοιβαγμένα σε μια ειδική εσοχή του καταστήματος.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι συλλογιζόταν πριν τη δει και δε μπορούσε!
«Ω! Μπορεί να συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτό;» αναρωτήθηκε.
«Πώς μπορεί να σταμάτησε το μυαλό μου;», συνέχισε.
«Μα δε σταμάτησε, αφού αυτή τη στιγμή μου μιλάω με τις σκέψεις του μυαλού μου», συλλογίστηκε.
Και ξαφνικά, τα βλέμματά τους έσμιξαν.
Ήταν πραγματικότητα. Τον κοιτούσε κι εκείνη.
Για μια στιγμή..
«Γαμώτο, μια στιγμή. Ήταν μόνο για μια στιγμή. Δε με πρόσεξε; Μήπως δε με πρόσεξε; Δε μπορεί, είδα τα μάτια μου στα μάτια της! Μήπως έκανα λάθος; Εμένα δεν κοίταξε κι εκείνη; Εμένα κοίταξε!», μίλησε για άλλη μια φορά στον εαυτό του με τις σκέψεις του.
Και τότε του χαμογέλασε…
Έτσι, ένα μικρό, φευγαλέο χαμόγελο…. Ένα «δώρο», του χαρίστηκε.
Εκείνος, δίχως να το καταλάβει είχε φέρει ήδη τη φωτογραφική μηχανή στο πρόσωπό του, εστίασε στο φακό, έκανε το απαραίτητο ζουμάρισμα και το πρώτο «κλικ» ακούστηκε.
Πολλά διαδοχικά «κλικ» έκαναν αισθητή τη παρουσία τους στο χώρο.
Ούτε που κατάλαβε πόσες φορές την είχε φωτογραφίσει. Την είχε αποθανατίσει σχεδόν σε όλες τις κινήσεις της διαδοχικά.
Και ξαφνικά τον αντιλήφθηκε. Αντιλήφθηκε πως τη φωτογραφίζει.
Κανονικά, εκείνη θα έπρεπε να πειραχθεί και εκείνος θα έπρεπε να σταματήσει, όμως τα «πρέπει» δε χωρούσαν πλέον ανάμεσά τους.
Ξάφνου τον κοίταξε ερευνητικά, έγειρε δειλά το κεφάλι της προς τα δεξιά σα να προσπαθούσε να τον κατανοήσει και ξαφνικά του χάρισε το καλύτερό της χαμόγελο!
«Όμορφη οδοντοστοιχία», σκέφτηκε τη στιγμή που τα «κλικ» συνεχίζονταν.
Εκείνη έβγαλε το καπέλο της και κάνοντας διαφορές γκριμάτσες έγινε το μοντέλο του, το αντικείμενο των φωτογραφιών του, μόνο που αυτή τη φορά ήταν εις γνώσιν της.
Οι τρεις φίλες της μιλούσαν συνωμοτικά και μισογελούσαν μέχρι που η μια από αυτές κοίταξε το Χριστόφορο κουρασμένα και θυμωμένα συνάμα. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, έπιασε τη φίλη της από το μπράτσο και την οδήγησε προς το μέρος των άλλων κοριτσιών.
Ο Χριστόφορος έμεινε να κοιτά αποσβολωμένος τις πλάτες των κοριτσιών και διέκρινε μια ένταση ανάμεσά τους. Δεν ήταν ακριβώς ένταση αλλά οι κινήσεις των χεριών τους έδειχναν πως αυτό για το οποίο μιλούσαν ήταν κάτι σοβαρό.
«Θα την επιπλήττουν για τις πόζες», σκέφτηκε και μόλις έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους, εκείνες, έφυγαν βιαστικά.
Έκανε να τις πλησιάσει αλλά κάτι τον σταμάτησε. Τι είχε άλλωστε να τους πει;
Σε εκείνες δεν είχε να πει κάτι, σε εκείνη όμως είχε… αλλά εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί.
Σα να συννέφιασε αισθάνθηκε, μα με λύπη διαπίστωσε πως ο ήλιος έλαμπε ακόμη στον ουρανό.
Είχε συννεφιάσει όμως στη ψυχή του….
~~ Η Αγάπη Δηλώνει Παρών
(απόσπασμα)
#Κική_Κωνσταντίνου
#Εκφράσου
Πολύ όμορφο απόσπασμα Κική μου από την αγαπημένη σου δουλειά.
ΑπάντησηΔιαγραφήόμορφη σκηνή, εκφραστική, γεμάτη συναισθήματα.
Την θυμήθηκα μια ακόμα φορά.
Την καλησπέρα μου.
ευχαριστώ αγαπημένε μου
Διαγραφήνα περνάς όμορφα εύχομαι