Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΛΕΙΘΑΡΓΙΚΑ ΌΝΕΙΡΆ ΤΗΣ




Όταν το φεγγάρι γεννάται στην ανατολή,
Και οι άσπρες στέγες συμπαρασύρονται κοιμισμένες
Κάτω από το συσσωρευμένο φως,
Οι άνθρωποι αφήνουν τα καταστήματα τους και πορεύονται σε ομάδες
Για να συναντήσουν το φεγγάρι
Κρατώντας ψωμί, και ένα ραδιόφωνο, στα κορφοβούνια,
Και τα ναρκωτικά τους.
Εκεί αγοράζουν και να πωλούν φαντασιώσεις
Και εικόνες,
Και πεθαίνουν- καθώς το φεγγάρι έρχεται στη ζωή.
Τι έχει κάνει αυτός ο φωτεινός δίσκος
στην πατρίδα μου;
Την γη των προφητών,
Την γη των απλών ανθρώπων,
Τους μασσητές του καπνού, τα βαποράκια των ναρκωτικών;
Τι είναι αυτό που μας κάνει το φεγγάρι,
Ώστε να σπαταλούμε την ανδρεία μας
Και να ζούμε μόνο για να παρακαλούμε τον ουρανό;
Τι έχει ο ουρανός
Για τους τεμπέληδες και τους αδύναμους;
Όταν το φεγγάρι έρχεται στη ζωή μετατρέπονται σε
πτώματα,
Και ταρακουνούν τους τάφους των αγίων,
Ελπίζοντας να τους χορηγηθεί λίγο ρύζι, μερικά παιδιά …
Απλώνουν τα ωραία και κομψά χαλιά τους,
Και παρηγορούν τον εαυτό τους με το όπιο που ονομάζουμε μοίρα
Και πεπρωμένο.
Στη πατρίδα μου, τη γη των απλών ανθρώπων
Τι αδυναμία και παρακμή
Μας διακατέχει, όταν το σεληνόφως ξεπροβάλλει!
Χαλιά, χιλιάδες καλάθια,
Ποτήρια με τσάι και παιδιά συρρέουν πάνω στους λόφους.
Στη πατρίδα μου,
όπου οι απλοί άνθρωποι κλαίνε,
Και ζουν κάτω από το φως που δεν μπορούν να κατανοήσουν
Στη πατρίδα μου,
Όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς μάτια,
Και προσεύχονται,
Και πορνεύονται,
Και ζουν σε παραίτηση,
Όπως έκαναν πάντοτε,
Καλώντας το μισοφέγγαρο:
«Ω ημισέληνος!
Ω μετέωρε μαρμάρινε Θεέ!
Ω απίστευτο αντικείμενο!
Πάντα υπήρχες για την ανατολή, για μας,
Ένα σύμπλεγμα διαμαντιών,
Για τα εκατομμύρια των οποίων οι αισθήσεις είναι ναρκωμένες»
Σ’ εκείνες τις ανατολίτικες νύχτες όταν
Το φεγγάρι γεμίζει πλήρως,
Η ανατολή χάνει κάθε τιμή
Και σθένος.
Τα εκατομμύρια που κυκλοφορούν ξυπόλυτοι,
Που πιστεύουν σε τέσσερις συζύγους
Και την ημέρα της κρίσης,
Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βλέπουν το ψωμί
Μόνο στα όνειρά τους,
Που περνούν τη νύχτα σε σπίτια
Χτισμένα από βήχα,
Που δεν έχουν δει ποτέ τα μάτια τους φάρμακο,
Ξαπλώνουν σαν τα πτώματα κάτω από το σεληνόφως.
Στη πατρίδα μου,
όπου οι ηλίθιοι κλαίνε
Και πεθαίνουν κλαίγοντας
Όποτε το μισοφέγγαρο εμφανίζεται
Και τα δάκρυά τους αυξάνονται,
Κάθε φορά που κάποιο άθλιο λαούτο τους συνεπαίρνει …
ή το τραγούδι για τη «νύχτα»
Στη πατρίδα μου,
Στη χώρα των απλών ανθρώπων,
όπου σιγά-σιγά μασούμε τ’ ατέλειωτα τραγούδια μας-
Μια μορφή κατανάλωσης που καταστρέφει την ανατολή-
Η δική μας ανατολή μασά την ιστορία της,
τα ληθαργικά όνειρά της,
τους άδειους θρύλους της,
Η δική μας ανατολή που βλέπει το σύνολο όλου του ηρωισμού
Στο Γραφικό Αμπού αλ Ζιάντ Χιλάλι.


 Νιζάρ Καμπάνι, «Ψωμί, Χασίς και Φεγγάρι»

(http://trelogiannis.blogspot.gr/2011/05/blog-post_625.html)

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...