Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΗΘΕΛΗΜΕΝΑ, ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΣΥΜΒΟΛΙΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟ



Προχωράω…
και προχωράω ….
και προχωράω…..,
αμέριμνη προχωράω στη λασπωμένη άμμο και οι πατούσες μου διαγράφουν μια σπαρταριστή, ακανόνιστη πορεία.
Οι μικρές μου πατούσες…

Είμαι ένα μικρό κοριτσάκι,
Φοράω ένα ανοιχτόχρωμο πορτοκαλοκαφέ φορεματάκι και παίζω με ένα ξύλο που κρατώ, γράφοντας το όνομα μου στην άμμο. Χαράζοντας μια αγνή, παιδική πορεία.

Είμαι παιδί φωνάζω και γελώ, όταν ξάφνου ο ήλιος δύει και δείχνει να χαμογελάει τρυφερά κι αυτός μαζί μου.
Σκύβει και μοιάζει να μου φορά ένα στέμμα στα μαλλιά.
Είμαι η μικρή βασίλισσα ενός παραμυθιού, που δε λέει να σταματήσει.

Ένας γλάρος έρχεται απο πέρα μακριά και με «αιχμαλωτίζει».
Έρχεται. Πρέπει να προφτάσω να ετοιμαστώ, πρέπει κάπου να με αφήσει..

Σε έναν κόσμο νέο, ουτοπικό, που ονειρεύομαι, ελπίζω, μα πάνω απ’ όλα είμαι έτοιμη να αγγίξω, να ζήσω, να αφουγκραστώ.

Προς τη μεριά του γλάρου προχωρώ και έχω ήδη μεγαλώσει. Είμαι μια νεαρή κυρία και εχει πλάκα, όλο αυτό έχει τόσο πλάκα, που θέλω να γελάσω δυνατά και να σηκώσω δυνατό, στροβιλιστό αεράκι.
Φοράω φόρεμα λευκό, καπέλο και γυαλιά ηλίου.
Παίζω στη θάλασσα με το νερό και ο αφρός που σχηματίζει μου θυμίζει επουράνια λάμψη, μα και γλυκιά μελαγχολία.

Μα πριν λίγο ήμουνα παιδί και ο ήλιος έδυσε, τώρα μεγάλωσα και ο ήλιος ανατέλλει.
Πόσο μοιάζουμε τελικά. Πόσο ηθελημένα μπορείς να συμβολίσεις τον κόσμο όλο.

Έφτασε.
Ο γλάρος έφτασε.
Αφήστε με να ταξιδέψω
Και κάντε και εσείς το ίδιο μαζί μου.

Με το δικό σας γλάρο.
Και εγω μπορώ να σας κοιτώ.
Και να χαμογελώ.
Μου αρκεί.
Στην ουσία πάντα μου αρκούσε.

Προχωράω…
και προχωράω ….
και προχωράω…..,

Παρέα με το δικό μου γλάρο προχωράω, δεν πετάω απλώς, ανακαλύπτω, ανασαίνω, προβληματίζομαι, ελπίζω, κατανοώ, ορθώνω ανάστημα, παλεύω, ΖΩ!

~~ Και Προχωρούσα - Οι Φεγγίτες της Ζωής μου
(απόσπασμα)

#Κική_Κωνσταντίνου
#Εκφράσου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...